Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

право+на+-+у+δικαίωμα+-+ης

  • 41 владельческий

    επ.
    κατοχικός, της κατοχής•

    -ое право το δικαίωμα κατοχής.

    Большой русско-греческий словарь > владельческий

  • 42 выговорить

    ρ.σ.μ.
    1. προφέρω, αρθρώνω, λέγω•

    он не -ил ни слова αυτός δεν έβγαλε ούτε λέξη.

    2. επιφυλάσσω, διατηρώ•

    выговорить себе право επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    3. αμ. (συνήθως με τις λέξεις: до конца, все κλπ. τα λέγω όλα, μέχρι τέλους (κατά την ομιλία).
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выговорить

  • 43 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 44 заработать

    ρ.σ.
    κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•

    заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.

    || αποκτώ με τη δουλειά μου•

    заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.

    || (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•

    заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.

    || αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.
    παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > заработать

  • 45 избирательный

    επ.
    1. εκλογικός•

    -ое право εκλογικό δικαίωμα•

    -ая кампания εκλογική καμπάνια•

    избирательный участок! εκλογικό κέντρο•

    избирательный бшле-тнь ψηφοδέλτιο•

    избирательный список εκλογικός κατάλογος•

    -ая система εκλογικό σύστημα•

    избирательный закон εκλογικός νόμος•

    избирательный округ εκλογική περιφέρεια.

    2. της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής).

    Большой русско-греческий словарь > избирательный

  • 46 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 47 неотъемлемый

    επ., βρ: -лем, -а, -о
    αναφαίρετος•

    -ое право αναφαίρετο δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > неотъемлемый

  • 48 ношение

    ουδ.
    μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).
    το να φέρει (έχει) μαζί του•

    право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.

    Большой русско-греческий словарь > ношение

  • 49 отдых

    α.
    ανάπαυση, ξεκούραση•

    он нуждается в -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης•

    дом -а σπίτι ανάπαυσης•

    иметь право на отдых έχω δικαίωμα ανάπαυσης•

    день -а μέρα σχόλης ή ανάπαυσης.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς ανάπαυση (συνεχώς, αδιάκοπα)•
    ни -у, ни сроку не давать кому – δεν αφήνω σε στασιό κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > отдых

  • 50 патентный

    επ.
    της πατέντας, της ευρεσιτεχνίας•

    -ое право το δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας•

    патентный сбор είσπραξη χρημάτων (από άδεια επιτηδεύματος ή παραγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > патентный

  • 51 пользование

    ουδ.
    1. χρήση, χρησιμοποί-ση• μεταχείριση•

    право -я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας•

    безвозмездное пользование χρήση χωρίς αποζημίωση•

    места общего -я χώροι κοινόχρηστοι.

    2. παλ. θεραπεία.

    Большой русско-греческий словарь > пользование

  • 52 предоставить

    ρ.σ.μ.
    1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•

    предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•

    предоставить место παραχωρώ τη θέση.

    2. αφήνω, επιτρέπω•

    он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.

    || εγκαταλείπω•

    предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.

    || αναθέτω.
    εκφρ.
    предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•
    предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•
    предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > предоставить

  • 53 предоставление

    ουδ.
    παροχή, χορήγηση, δόσιμο• παραχώρηση, εκχώρηση•

    предоставление кредита παροχή πίστωσης•

    предоставление жилой площади χορήγηση οικόπεδου•

    предоставление работы παροχή εργασίας•

    с -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα•

    предоставление права παραχώρηση δικαιώματος.

    Большой русско-греческий словарь > предоставление

  • 54 самоопределение

    ουδ.
    αυτοδιάθεση•

    право наций на самоопределение δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > самоопределение

  • 55 собственность

    θ.
    1. ιδιοκτησία• περιουσία•

    частная собственность ατομική ιδιοκτησία•

    социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•

    государственная собственность δημόσια περιουσία•

    личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•

    приобретение -и απόκτηση περιουσίας•

    присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•

    конфискация -и δήμευση της περιουσίας•

    земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.

    2. κυριότητα•

    право -и δικαίωμα κυριότητας•

    приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.

    Большой русско-греческий словарь > собственность

  • 56 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

  • 57 эмиссионный

    επ.
    1. (οικον.) εκδοτικός•

    -ое право εκδοτικό δικαίωμα•

    -ая банка εκδοτική τράπεζα.

    2. (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής.

    Большой русско-греческий словарь > эмиссионный

См. также в других словарях:

  • правда — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. δικαιωσύνη) закон, законный поступок, добродетель или… …   Словарь церковнославянского языка

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»