-
41 владельческий
επ.κατοχικός, της κατοχής•-ое право το δικαίωμα κατοχής.
-
42 выговорить
ρ.σ.μ.1. προφέρω, αρθρώνω, λέγω•он не -ил ни слова αυτός δεν έβγαλε ούτε λέξη.
2. επιφυλάσσω, διατηρώ•выговорить себе право επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.
3. αμ. (συνήθως με τις λέξεις: до конца, все κλπ. τα λέγω όλα, μέχρι τέλους (κατά την ομιλία).βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.). -
43 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
44 заработать
ρ.σ.κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.
|| αποκτώ με τη δουλειά μου•заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.
|| (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.
|| αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά. -
45 избирательный
επ.1. εκλογικός•-ое право εκλογικό δικαίωμα•
-ая кампания εκλογική καμπάνια•
избирательный участок! εκλογικό κέντρο•
избирательный бшле-тнь ψηφοδέλτιο•
избирательный список εκλογικός κατάλογος•
-ая система εκλογικό σύστημα•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
избирательный округ εκλογική περιφέρεια.
2. της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής). -
46 иметь
-ю, -ешьρ.δ. μ.1. έχω, κατέχω•иметь деньги έχω χρήματα•
иметь право έχω δικαίωμα•
иметь талант έχω ταλέντο•
это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•
иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•
иметь возможность έχω τη δυνατότητα•
иметь стыд ντρέπομαι.
|| (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•
эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.
|| διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•
вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.
3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•иметь применение εφαρμόζομαι•
иметь притязание διεκδικώ•
хождение κυκλοφορώ.
4. έχω αγαπητικό.εκφρ.иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.υπάρχω•препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•
-ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•
по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.
εκφρ.иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη. -
47 неотъемлемый
επ., βρ: -лем, -а, -оαναφαίρετος•-ое право αναφαίρετο δικαίωμα.
-
48 ношение
-я ουδ.μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).το να φέρει (έχει) μαζί του•право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.
-
49 отдых
-а α.ανάπαυση, ξεκούραση•он нуждается в -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης•
дом -а σπίτι ανάπαυσης•
иметь право на отдых έχω δικαίωμα ανάπαυσης•
день -а μέρα σχόλης ή ανάπαυσης.
εκφρ.без -а – χωρίς ανάπαυση (συνεχώς, αδιάκοπα)•ни -у, ни сроку не давать кому – δεν αφήνω σε στασιό κάποιον. -
50 патентный
επ.της πατέντας, της ευρεσιτεχνίας•-ое право το δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας•
патентный сбор είσπραξη χρημάτων (από άδεια επιτηδεύματος ή παραγωγής).
-
51 пользование
-я ουδ.1. χρήση, χρησιμοποί-ση• μεταχείριση•право -я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας•
безвозмездное пользование χρήση χωρίς αποζημίωση•
места общего -я χώροι κοινόχρηστοι.
2. παλ. θεραπεία. -
52 предоставить
ρ.σ.μ.1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•
предоставить место παραχωρώ τη θέση.
2. αφήνω, επιτρέπω•он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.
|| εγκαταλείπω•предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.
|| αναθέτω.εκφρ.предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα. -
53 предоставление
-я ουδ.παροχή, χορήγηση, δόσιμο• παραχώρηση, εκχώρηση•предоставление кредита παροχή πίστωσης•
предоставление жилой площади χορήγηση οικόπεδου•
предоставление работы παροχή εργασίας•
с -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα•
предоставление права παραχώρηση δικαιώματος.
-
54 самоопределение
-я ουδ.αυτοδιάθεση•право наций на самоопределение δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.
-
55 собственность
-и θ.1. ιδιοκτησία• περιουσία•частная собственность ατομική ιδιοκτησία•
социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•
государственная собственность δημόσια περιουσία•
личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•
приобретение -и απόκτηση περιουσίας•
присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•
конфискация -и δήμευση της περιουσίας•
земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.
2. κυριότητα•право -и δικαίωμα κυριότητας•
приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.
-
56 сохранить
-нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -неюρ.σ.μ.1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•
сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.
|| τηρώ•сохранить порядок τηρώ την τάξη.
|| κρατώ•сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•
сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.
|| προστατεύω•сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.
|| διατηρώ, κρατώ•сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.
2. προφυλάσσω•сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•
-одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.
|| σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).εκφρ.сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.). -
57 эмиссионный
επ.1. (οικον.) εκδοτικός•-ое право εκδοτικό δικαίωμα•
-ая банка εκδοτική τράπεζα.
2. (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής.
См. также в других словарях:
правда — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. δικαιωσύνη) закон, законный поступок, добродетель или… … Словарь церковнославянского языка
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия