Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

попасть

  • 1 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 2 попасть

    попа||сть
    сов
    1. см. попадать· письмо́ \попастьло не по адресу τό γράμμα δέν (έφτασε στον παραλήπτη· как мне \попасть от-си́да на вокзал? πῶς μπορώ ἀπ' ἐδῶ νά πάω στό σταθμό;·
    2. безл:
    тебе попадет! θά τίς φδς!, θά βρῆς τό μπελά σου!· ◊ как \попастьло στό βρόντο, τσάτρα πάτρα· чем \попастьло μέ ὅτι βρεθεί μπροστά μου· говорить что \попастьло λεγω ὅ, τι μου κατέβει· рассказывать кому́ \попастьло λεγω σέ ὅποιον λάχει· \попасть в самую точку πετυχαίνω ἀκριβώς τό στόχο· \попасть пальцем в небо разг κάνω γκάφα

    Русско-новогреческий словарь > попасть

  • 3 попасть

    Русско-греческий словарь > попасть

  • 4 попадать

    попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά
    * * *
    = попасть
    1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαι

    как попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό

    2) ( в цель) πετυχαίνω
    ••

    попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά

    Русско-греческий словарь > попадать

  • 5 цель

    цел||ь
    ж
    1. (мишень) ὁ στόχος, τό σημάδι:
    движущаяся \цель ὁ κινούμενος στόχος· стрельба в \цель ἡ σκοποβολή· попасть в \цель πετυχαίνω τόν στόχο· не попасть в \цель ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τόν στόχο·
    2. перен ὁ σκοπός:
    \цель жизни σκοπός τής ζωής· достичь своей \цельи πετυχαίνω τόν σκοπό μου· ◊ бвть в \цель προχωρώ στον σκοπό μου· бить мимо \цельи а) ἀστοχώ, б) πάω στά χαμένα (или στό βρόντο), πέφτω στό κενό (тк. перен)· иметь \цельыо... ἔχω σκοπό να...· с какой \цельью? γιά πιό σκοπό;, μέ τί σκοπό;· с \цельыо..., в \цельях... μέ σκοπό...· в \цельях улучшения γιά τήν βελτίωση, γιά τήν καλυτέρευση.

    Русско-новогреческий словарь > цель

  • 6 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 7 цель

    θ.
    1. στόχος, σκοπός, σημάδι•

    бить в цель χτυπώ (πετυχαίνω) το στόχο•

    попасть в цель βρίσκω το στόχο•

    стрелять в цель πυροβολώ στο στόχο, ρίχνω στο σημάδι•

    движущая цель κινητός στόχος•

    не попасть в цель αστοχώ.

    || παλ. • το στόχαστρο.
    2. μτφ. πρόθεση, επιδίωξη•

    иметь своею -ью что-Η. έχω για σκοπό μου κάτι•

    επιδιώκω κάποιο σκοπό•
    επίτευξη του σκοπού•

    ставить своей -ыо что-Η. βάζω για σκοπό μου κάτι•

    без -и χωρίς σκοπό, άσχοπα•

    с -ью ή в -ях με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > цель

  • 8 беда

    бед||а́
    ж ἡ δυστυχία, τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά:
    \беда в том, что...то κακό εἶναι ὀτι...; наделать бед τά κάνω μούσκεμα, τά κάνω ρόϊδο; попасть в \бедау παθαίνω συμφορά; ◊ не \беда δέν χάλασε ὁ κόσμος, δέν εἶναι τρομερό; на \бедау́ κατά κακή τύχη; мне с ним \беда ἔχω βρεί τό μπελά μου μαζύ του.

    Русско-новогреческий словарь > беда

  • 9 впросак

    впросак
    нареч:
    попасть(ся) \впросак разг κάνω γκάφα (сделать неловкость)/ τήν παθαίνω (быть обманутым).

    Русско-новогреческий словарь > впросак

  • 10 зуб

    зуб
    м τό δόντι, ὁ ὀδούς:
    молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.

    Русско-новогреческий словарь > зуб

  • 11 кабала

    кабал||а
    ж ἡ σκλαβιά, ἡ ὑποδούλωση [-ις]:
    попасть в \кабалау́ ρίχνω στή σκλαβιά.

    Русско-новогреческий словарь > кабала

  • 12 капкан

    капкан
    м прям., перен ἡ παγίδα, τό δόκανο[ν]:
    попасть в \капкан πέφτω στήν παγίδα.

    Русско-новогреческий словарь > капкан

  • 13 коготь

    ког||оть
    м τό νύχι, ἡ ὀπλή / ὁ ὄνυξ (у хищных птиц)· ◊ показать \коготьти ἀγριεύω, δείχνω τά δόντια μου· попасть кому-л. в \коготьти πέφτω στά νύχια κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > коготь

  • 14 лапа

    лап||а
    ж
    1. (животного) τό πόδι той ζώου·
    2. (человека) разг ἡ ποδάρα (о ноге)! ἡ χερούκλα (о руке)·
    3. тех. ἡ σφήνα, ἡ προσαρμογή δύο ξύλων, τό τσιγκέλι:
    \лапаы якоря τά μπράτσα τής ἄγκυ-ρας, οἱ βραχίονες τής ἀγκυρας· ◊ попасть в \лапаы к кому́-л. πέφτω στά νύχια κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > лапа

  • 15 ловушка

    лову́шк||а
    ж ἡ παγίδα [-ίς], ἡ σαγήνη, ἡ πλεκτάνη, ἡ φάκα / ἡ ἐνέδρα, τό καρ-. τέρι (засада):
    поставить \ловушкау στήνω παγίδα· попасть в \ловушкау прям., перен πέφτω στήν παγίδα.

    Русско-новогреческий словарь > ловушка

  • 16 небо

    неб||о I
    с ὁ οὐρανός:
    звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνια
    небо II
    с анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα.

    Русско-новогреческий словарь > небо

  • 17 неприятный

    неприятн||ый
    прил δυσάρεστος / ἀντιπαθητικός (о человеке):
    \неприятныйый запах ἡ δυσοσμία, ἡ ἄσχημη μυρωδιά· попасть в \неприятныйое положение ἡ δυσάρεστη θέση.

    Русско-новогреческий словарь > неприятный

  • 18 палец

    пал||ец
    м τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:
    большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ.

    Русско-новогреческий словарь > палец

  • 19 переделка

    переделк||а
    ж ἡ μεταβολή, ἡ ἐπιδιόρ-θωση [-ις], ἡ μεταποίηση [-ις]:
    отдать что-либо в \переделкау δίνω κάτι γιά μεταποίηση· ◊ попасть в \переделкау βρίσκω τόν μπελά μου.

    Русско-новогреческий словарь > переделка

  • 20 передряга

    передряг||а
    ж разг:
    попасть в \передрягау βρίσκω τσάμπα τόν μπελᾶ μου.

    Русско-новогреческий словарь > передряга

См. также в других словарях:

  • ПОПАСТЬ — попаду, попадёшь, прош. попал, сов. (к попадать). 1. в кого–что или кому. Метко ударить, выстрелить или бросить, удачно поразив какую–н. цель. Пуля попала в ногу. Снаряд попал в блиндаж. В борьбе попали ему локтем в глаз. Выстрелил, но не попал в …   Толковый словарь Ушакова

  • попасть — как ни попало, кто попало, что попало.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. попасть 1. поразить цель, попасть в цель; попасть в десятку (или в яблочко) (разг.) 2. см …   Словарь синонимов

  • ПОПАСТЬ — ПОПАСТЬ, ся, см. попадать. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • ПОПАСТЬ — ПОПАСТЬ, аду, адёшь; ал, ала; ади; совер. 1. в кого (что). Достигнуть кого чего н. чем н. брошенным, направленным. П. в цель. П. ниткой в игольное ушко. 2. Оказаться, очутиться в каком н. месте, положении, обстоятельствах. П. в чужой дом. П. в… …   Толковый словарь Ожегова

  • попасть — паду/, падёшь; попа/л, ла, ло; попа/вший; св. см. тж. попадать 1) а) в кого что (чем) Достичь чего л., поразить какую л. цель (о пуле, снаряде, о чём л. брошенном, пущенном, направленном и т.п.) Камень попал в окно. Пуля попала в плечо …   Словарь многих выражений

  • попасть —   Чем (ни) попадя (бить; простореч.) не разбирая чем, чем ни попало, чем придется.     Стали быть батеньку, чем попадя. Чехов.   Попасть впросак (разг.) по своей оплошности оказаться в неприятном, неловком, невыгодном положении.     Иногда и сам… …   Фразеологический словарь русского языка

  • попасть — [2/0] Оказаться в сложной или неприятной ситуации, попасть в беду, попасть в просак. Также, употребляется часто в устойчивом фразеологическом выражении «попасть на деньги». И теперь, в результате всей этой истории, Колян попал на бабки. Да,… …   Cловарь современной лексики, жаргона и сленга

  • ПОПАСТЬ —     Если во сне вы попали в капкан – это предвещает расторжение брака с целью выйти замуж за другого человека. Попасть во сне в монастырь означает, что душевные муки не удастся заглушить никакими средствами до тех пор, пока вы с головой не… …   Сонник Мельникова

  • попасть —     ПОПАДАТЬ/ПОПАСТЬ     ПОПАДАТЬ/ПОПАСТЬ, разг. доставаться/достаться, разг. сниж., сов. влететь, разг. сниж., сов. нагореть …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • попасть — ПОПАДАТЬ, аю, аешь; несов. (сов. ПОПАСТЬ, аду, адёшь), с чем на сколько. Сильно потратиться; быть обманутым, обобранным. В ресторане попал на сотню …   Словарь русского арго

  • Попасть — то же, что и влететь, попасть под раздачу …   Русский биржевой жаргон

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»