-
1 честь
честь 1-и θ.1. τιμή•дело честьи ζήτημα τιμής•
клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•
долг -и καθήκο τιμής•
задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.
|| υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.
|| (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.2. σεβασμός•это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.
εκφρ.в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•быть в -и – τιμούμαι•не сыть в -и – δεν τιμούμαι•из -и – ένεκα τιμής•к –и – προς τιμή•по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•- ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).честь 2чту, чтёшьρ.δ. μ.παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.честь 3чту, чтёшьρ.δ. μ.(παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.