Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

под+-+ой+υπό+το+-

  • 81 управление

    управление
    с
    1. (действие) ἡ διεύθυνση[-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:
    \управление государством ἡ διοίκηση τοῦ κράτους· \управление самолетом ἡ διακυβέρνηση ἀεροπλάνου·
    2. (учреждение) ἡ διεύθυνση:
    главное \управление ἡ κεντρική διεύθυνση·
    3. (совокупность приборов, механизмов) ἡ λειτουργία, ἡ διεύθυνση [-ις]:
    автоматическое \управление ἡ αὐτόματη λειτουργία· рулевое \управление κυβερνούμενο μέ πηδάλιο, πηδαλιουχούμενον
    4. грам. τό συμπλήρωμα· ◊ оркестр под \управлением... ἡ ὁρχήστρα ὑπό τήν διεύθυνσιν..

    Русско-новогреческий словарь > управление

  • 82 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 83 защита

    θ.
    1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•

    защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•

    взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•

    интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•

    защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•

    меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•

    искать -ы αναζητω προστασία•

    стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•

    защита диссертации υποστήριξη διατριβής•

    без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.

    2. (στρατ.) άμυνα•

    противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.

    5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).
    4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > защита

  • 84 звук

    α.
    ήχος• αχή, αχός•

    слабый звук αδύνατος ήχος•

    монотонный звук μονότονος ήχος•

    музыкальный звук μουσικός ήχος•

    звук голоса ήχος φωνής•

    странный звук παράξενος ήχος•

    звук выстрела η εκπυρσοκρότηση•

    гласный звук το φωνήεν•

    согласный звук το σύμφωνο•

    чистый звук καθαρός ήχος•

    посторонний звук (ράδιο) παράσιτα•

    издавать звук ηχώ, αναδίδω, εκπέμπω ήχο•

    ни -а ούτε λέξη (δεν πρόφερε)•

    скорость -а ταχύτητα ήχου•

    под -и музыки υπό τους ήχους της μουσικής.

    || φθόγγος•

    -и и буквы φθόγγοι και γράμματα.

    εκφρ.
    пустой звук – κούφια λόγια, αερολογήματα•
    ни -а – ούτε τσιμουδιά, απόλυτη σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > звук

  • 85 контроль

    α.
    έλεγχος• εξέταση•

    контроль за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασίας•

    это не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί•

    контроль над производством έλεγχος στην παραγωγή•

    взять под контроль βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο•

    государственный контроль κρατικός έλεγχος.

    || αθρσ. ελεγκτές•

    выставить!- τοποθετώ ελεγκτές.

    Большой русско-греческий словарь > контроль

  • 86 посадишь

    ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    посадишь яблоню φυτεύω μηλιά.; посадишь цветы φυτεύω λουλούδια.

    2. καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει.
    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    посадишь ребнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα.

    || επιβιβάζω, μπαρκάρω παρέχω θέση. || διορίζω, τοποθετώ. || καθορίζω•

    посадишь больного на диету καθορίζω δίαιτα για τον άρρωστο.

    4. θέτω•

    посадишь под арест βάζω υπο κράτηση•

    посадишь в тюрьму φυλακίζω•

    посадишь собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.

    5. προσγειώνω. || (για σκάφος) προσκρούω, καθίζω. || φορώ, ντύνω.
    7. επιθέτω•

    посадишь заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω.

    8. εγκατασταίνω•

    посадишь на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική).

    Большой русско-греческий словарь > посадишь

  • 87 руководство

    ουδ.
    1. καθοδήγηση• διεύθυνση• διοίκηση•

    оперативное руководство συγκεκριμένη (πρακτική) καθοδήγηση•

    под -ом με (υπο) την καθοδήγηση•

    руководство борьбы καθοδήγηση του αγώνα, της πάλης•

    руководство к действию καθοδήγηση για δράση.

    2. εγχειρίδιο, βοήθημα, οδηγία•

    руководство к геометрии εγχειρίδιο γεωμετρίας: это сообщается вам для -а αυτό σας ανακοινώνεται σαν οδηγία.

    3. αθρσ. οι καθοδηγητές.

    Большой русско-греческий словарь > руководство

  • 88 секрет

    α.
    1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•

    держать в -е κρατώ μυστικό•

    выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.

    || κρυφή αιτία•

    знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•

    секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•

    ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•

    секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.

    2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•

    замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.

    3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.
    εκφρ.
    по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.
    -а σ., έκκριμα αδένων.

    Большой русско-греческий словарь > секрет

  • 89 следствие

    ουδ.
    αποτέλεσμα, επακόλουθο, απόρροια• εξαγόμενο• πόρισμα.
    ουδ.
    ανάκριση•

    предварительное следствие η προανάκριση•

    быть под -ем είμαι υπο ανάκριση (ανακρινόμενος).

    Большой русско-греческий словарь > следствие

  • 90 содержать

    ρ.δ.μ.
    1. συντηρώ, διατρέφω•

    семью συντηρώ την οικογένεια.

    || εξασφαλίζω με μέσα.
    2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•

    содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.

    3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.
    4. κρατώ, τρέφω•

    кроликов τρέφω κουνέλια.

    || διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,
    5. περιορίζω την ελευθερία•

    содержать под арестом έχω υπο κράτηση•

    содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.

    6. περιέχω•

    овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.

    1. συντηρούμαι, ζω.
    2. κρατιέμαι, τηρούμαι•

    всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.

    3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.
    4. χωρώ•

    в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.

    5. είμαι κρατούμενος•

    содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.

    6. περιέχομαι, ενυπάρχω•

    в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.

    Большой русско-греческий словарь > содержать

  • 91 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

См. также в других словарях:

  • под — I I, род. п. а дно, низ , подподье отверстие под русской печью, в котором лежит кочерга , укр. пiд, род. п. поду нижняя часть стога сена , блр. под нижняя часть; подножие горы , др. русск., ср. болг. подъ основание , болг. под пол , сербохорв.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • под пеплом искра — (иноск.) скрытая злоба (обманчивое спокойствие) Ср. Вооруженный мир. Ср. И казнью стал мне праздный дар, Всегда готовый к пробужденью; Так ждет лишь ветра дуновенья Под пеплом тлеющий пожар. Гр. А. Толстой. Иоанн Дамаскин. 6. Ср. Krieg ist ewig… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Под пеплом искра — Подъ пепломъ искра (иноск.) скрытая злоба (обманчивое спокойствіе). Ср. Вооруженный миръ. Ср. И казнью сталъ мнѣ праздный даръ, Всегда готовый къ пробужденью; Такъ ждетъ лишь вѣтра дуновенья Подъ пепломъ тлѣющій пожаръ. Гр. А. Толстой. Іоаннъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • подъ — ПОД|Ъ1 (1*), ОУ с. Зд. Нижняя часть, подошва горы: симъ же бѧше. полкомъ нѣлзѣ битисѧ. с ними тѣсноты ради. зане бѧхѹ болота пришли. но ѡли на подъ горы. ЛИ ок. 1425, 116 об. (1144). ПОДЪ 2 (940) предл. I. С вин. пад. 1.Употребляется при указании …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ I — [Вост. Римская империя, Византия], позднеантичное и средневек. христ. гос во в Средиземноморье со столицей в К поле в IV сер. XV в.; важнейший исторический центр развития Православия. Уникальная по своему богатству христ. культура, созданная в В …   Православная энциклопедия

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»