-
1 подёрнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).(απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•
реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•
подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω.
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Адыгейский
- Греческий
- Испанский
- Итальянский
- Таджикский
- Татарский
- Украинский
- Эвенкийский