-
21 струя
-и, πλθ. струи κ. παλ. струй θ.1. πίδακας• στήλη (υγρού)• ανάβρα. || πλθ. -и τα νερά, τα ρυάκια•плескание -й το κελάρισμα του ρυακιού.
|| μτφ. ρεύμα• δέσμη• στήλη•струя воздуха ρεύμα αέρα•
струя света δέσμηφωτός•
струя пара, дыма στήλη ατμού, καπνού.
2. μτφ. κατεύθυνση• χαρακτήρας, χαρακτηριστικό.εκφρ.влить (внести) живую -ю – ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια, κάνω ενδιαφέρον.
Страницы
- 1
- 2