-
1 траектория
(мат., физ.) η τροχιάбаллистическая - βαλιστική -, βλητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траектория
-
2 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
3 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
4 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
5 направление
η κατεύθυνση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > направление
-
6 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
7 ускорение
физ. η επιτάχυνσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ускорение
-
8 тело
-а, πλθ. тела, тел-ам ουδ.1. σώμα•закон падения тел ο νόμος της πτώσης των σωμάτων•
небесные -а τα ουράνια σώματα•
геометрические -а γεωμετρικά σώματα.
2. σώμα ανθρώπου, κορμί•части тела τα μέλη του σώματος•
дрожать всем -ом τρέμω σύσσωμος.
|| το πτώμα.3. κρέας, σάρκα.4. κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος).5. (στρατ.) κάνη πυροβόλου. || σάρκα καρπού.εκφρ.держать кого в чрном -е – κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου. -
9 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.