Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

о+ногах

  • 1 валять\~ся

    валять||\валять\~сяся
    1. (кататься β чем-л.) κυλιέμαι:
    \валять\~ся-ся в снегу́ κυλιέμαι στό χιόνι;
    2. (лежать в беспорядке) εἶναι σκορπισμένα, εἶναι σκόρπια;
    3. (лежать без дела) τεμπελιάζω:
    \валять\~сяся на диване εἶμαι ξαπλωμένος στό ντιβάνι; ◊ \валять\~сяся в ногах у кого́-л. παρακαλώ γονατιστός.

    Русско-новогреческий словарь > валять\~ся

  • 2 выстаивать

    выстаивать
    несов (на ногах) στέκω ὀρθιος, μένω ὀρθιος, στέκω στά πόδια μου.

    Русско-новогреческий словарь > выстаивать

  • 3 держаться

    держ||а́ться
    несов
    1. κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·
    2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·
    3. (о предметах) κρατιέμαι:
    пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·
    4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:
    \держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·
    5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:
    \держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·
    6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > держаться

  • 4 обмотка

    обмотк||а
    ж
    1. зл. τό τύλιγμα, ἡ πε-ριτύλιξη [-ις]·
    2. \обмоткаи мн. (на ногах) о£ περικνημίδες.

    Русско-новогреческий словарь > обмотка

  • 5 отстаивать

    отстаивать
    несов
    1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προασπίζω / ὑποστηρίζω (мнение и т. п.)/ περιφρουρώ (завоевания и т. п.):
    \отстаивать свои́ права́ ὑπερασπίζω τά δικαιώματα μου· \отстаивать дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής εἰρήνης·
    2. (простаивать на ногах) στέκομαι ὡς τό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > отстаивать

  • 6 стоять

    сто||ять
    несов
    1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:
    \стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:
    дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·
    3. (быть) είμαι:
    \стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·
    4. (быть неподвижным) στέκομαι:
    поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·
    5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:
    часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·
    6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:
    \стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·
    7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:
    \стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·
    8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:
    \стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής.

    Русско-новогреческий словарь > стоять

  • 7 твердо

    твердо
    нареч γερά, καλά, σταθερά [-ῶς], ακλόνητα:
    \твердо выучить μαθαίνω καλά· он \твердо решил ἀποφάσισε ὁριστικά· \твердо стоять на ногах στέκομαι γερά στά πόδια μου.

    Русско-новогреческий словарь > твердо

  • 8 устоять

    устоять
    сов
    1. (не упасть) κρατιέμαι, στέκομαι:
    \устоять на ногах κρατιέμαι στά πόδια μου·
    2. перен (выдержать напор, остаться стойким) ἀντέχω, ἀντιστέκομαι, κρατώ, μένω ἀκλονητος:
    \устоять перед неприятелем ἀντέχω στήν πίεση τοῦ ἐχθ-ροῦ· не могу́ \устоять перед соблазном δέν ἀντέχω στον πειρασμό.

    Русско-новогреческий словарь > устоять

  • 9 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

  • 10 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 11 колосс

    α.
    1. άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων•

    колосс родосский ο κολοσσός της Ρόδου.

    2. (γραπ. λόγος) τεράστιος, πελώριος•

    колосс мысли κολοσσός της σκέψης•

    колосс науки κολοσσός της επιστήμης.

    εκφρ.
    колосс на глиняных ногах – κολοσσός με πήλινα πόδια (αδύνατος, ετοιμόρροπος).

    Большой русско-греческий словарь > колосс

  • 12 навалять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навалянный, βρ: -лян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά) πιλώ, συμπιλώ.
    2. (ποσοτικά) σωριάζω, συσσωρεύω.
    3. φτιάχνω άτσαλα, τσαπατσούλικα, άτσαλα (για γράψιμο, σχεδίαση κ.τ.τ.).
    ξαπλώνω πολύ•

    он -ялся за день αυτός ξάπλωσε όλη τη μέρα.

    εκφρ.
    навалять на ногах у кого – (απλ.) πέφτω στα πόδια κάποιου (εκλιπαρώ).

    Большой русско-греческий словарь > навалять

  • 13 натереть

    -тру, -тршь, παρλθ. χρ. натр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. натерев
    κ. натрши
    ρ.σ.μ.
    1. τρίβω•

    натереть грудь мазью τρίβω το στήθος με αλοιφή.

    || αλείφω•

    натереть кожу вазелином αλείφω το δέρμα με βαζελίνη.

    2. γυαλίζω τρίβοντας•

    натереть пол воском τρίβω το πάτωμα με κηρί.

    3. βλάπτω, προξενώ βλάβη τρίβοντας•

    натереть себе мозоли на руках κάνω κάλους στα χέρια από το τρίψιμο•

    натереть себе пузыри на ногах κάνω φουσκάλες στα πόδια από την τριβή.

    4. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•

    натереть сыр τρίβω τυρί.

    τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.)

    Большой русско-греческий словарь > натереть

  • 14 отстоять

    -тою, -тоишь
    ρ.σ.μ.
    υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω, -ομαι•

    отстоять родину υπερασπίζω την πατρίδα.

    || υποστηρίζω•

    отстоять свою точку зрения υποστηρίζω την άποψη μου.

    -тою, -тоишь
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω ορθός ως το τέλος•

    отстоять на ногах весь концерт στέκομαι ορθός ως το τέλος της συναυλίας.

    2. κουράζομαι από την ορθοστασία.
    -тою, -тоишь
    ρ.δ.
    βρίσκομαι σε κάποια απόσταση, είμαι μακριά από•

    дом -ит от деревни на полкилометра το σπίτι είναι μακριά από το χωριό μισό χιλιόμετρο.

    Большой русско-греческий словарь > отстоять

  • 15 ползать

    ρ.δ.
    1. βλ. ползти με τη διαφορά ότι η κίνηση επαναλαβαίνεται, εκτελείτε σε διάφορο χρόνο ή προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. μτφ. ταπεινώνομαι, εξευτελίζομαι•

    ползать перед сильными έρπω μπροστά στους ισχυρούς.

    εκφρ.
    ползать в ногах у кого – α) πέφτω, σέρνομαι στα πόδια κάποιου, β) έρπω μπροστά στους ισχυρούς.

    Большой русско-греческий словарь > ползать

  • 16 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 17 удержать

    удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•

    удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•

    удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•

    кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•

    неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.

    2. δεν αφήνω να φύγει•

    мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.

    3. μτφ. περιορίζω•

    -жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).

    4. αφήνω•

    удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.

    || διατηρώ•

    удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.

    (στρατ.) διατηρώ•

    приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.

    || (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.
    1. κρατιέμαι•

    еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•

    я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

    2. διατηρούμαι• διαρκώ•

    их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.

    || δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•

    отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.

    || παραμένω•

    он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.

    3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•

    удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•

    удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•

    удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > удержать

  • 18 устоять

    -ою, -оишь ρ.σ.
    1. στέκομαι•

    он1 не -ял на ногах αυτός δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια•

    столб не -ял, повалился ο στύλος δε μπόρεσε να σταθεί, έπεσε.

    || αντέχω, κρατώ, βαστώ•

    земля горячая, не -ишь босиком η γη (το χώμα) είναι καυτερό, ξυπόλητος δεν αντέχεις.

    2. διατηρούμαι.
    3. μτφ. αντιστέκομαι γερά•

    устоять под натиском вражеских войск αντέχω στις επιθέσεις των εχθρικών στρατευμάτων.

    4. μτφ. εγκαρτερώ, είμαι εγκρατής • αποκρούω•

    устоять перед соблазном αντέχω στον πειρασμό.

    εκφρ.
    не устоять против кого-чего – δεν αντέχω σε κάποιον, σε κάτι, δεν τα βγάζω πέρα με κάποιον, με κάτι.
    1. ηρεμώ, γαληνεύω, ακινητώ (για υγρά). || λιμνάζω.
    2. γίνομαι, είμαι κατάλληλος για χρήση•

    пиво -лось η μπύρα έγινε.

    || κατακάθομαι, κατακαθίζω.
    3. μτφ. σταθεροποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > устоять

См. также в других словарях:

  • Ногах — (Ногаг) ( яркое сияние , блеск ), сын Давида, рожденный в Иерусалиме (1Пар 3:7; 14:6) …   Библейская энциклопедия Брокгауза

  • Ногах — (блеск) (1Пар.3:7 ) один из сынов Давида, родившихся у него в Иерусалиме, по восшествии на престол …   Библия. Ветхий и Новый заветы. Синодальный перевод. Библейская энциклопедия арх. Никифора.

  • Ногах — Ног’ах (1Пар.14:6 ) см. Ногаг …   Библия. Ветхий и Новый заветы. Синодальный перевод. Библейская энциклопедия арх. Никифора.

  • Ногах — Ног’ах (1Пар.14:6 ) см. Ногаг …   Полный и подробный Библейский Словарь к русской канонической Библии

  • НА НОГАХ — 1. кто быть В состоянии повышенной активности; без отдыха. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) постоянно пребывают в заботах, в хлопотах, в работе, в движении, у них нет времени отдохнуть. реч. стандарт. ✦ Х всё на ногах. неизм. В роли… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ВАЛЯТЬСЯ В НОГАХ — кто у кого Униженно просить, умолять. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) вымаливает у другого лица (Y) исполнения своей просьбы или просит прощения. Говорится с неодобрением. неформ. ✦ {2} Активная длительная ситуация: Х валялся в ногах… …   Фразеологический словарь русского языка

  • КРЕПКО СТОЯТЬ НА НОГАХ — кто Быть самостоятельным, независимым, жизнеспособным. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) ощущает полную самостоятельность, имеет крепкую и надёжную основу в жизни, не нуждается в чьей л. помощи или материальной поддержке. реч. стандарт …   Фразеологический словарь русского языка

  • КРЕПКО СТОЯТЬ НА СВОИХ НОГАХ — кто Быть самостоятельным, независимым, жизнеспособным. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) ощущает полную самостоятельность, имеет крепкую и надёжную основу в жизни, не нуждается в чьей л. помощи или материальной поддержке. реч. стандарт …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПРОЧНО СТОЯТЬ НА НОГАХ — кто Быть самостоятельным, независимым, жизнеспособным. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) ощущает полную самостоятельность, имеет крепкую и надёжную основу в жизни, не нуждается в чьей л. помощи или материальной поддержке. реч. стандарт …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПРОЧНО СТОЯТЬ НА СВОИХ НОГАХ — кто Быть самостоятельным, независимым, жизнеспособным. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) ощущает полную самостоятельность, имеет крепкую и надёжную основу в жизни, не нуждается в чьей л. помощи или материальной поддержке. реч. стандарт …   Фразеологический словарь русского языка

  • ТВЁРДО СТОЯТЬ НА НОГАХ — кто Быть самостоятельным, независимым, жизнеспособным. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) ощущает полную самостоятельность, имеет крепкую и надёжную основу в жизни, не нуждается в чьей л. помощи или материальной поддержке. реч. стандарт …   Фразеологический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»