Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

от+неприятеля

  • 1 выбивать

    выбивать
    несов
    1. (вышибать) σπάζω, θραύω, συντρίβω:
    \выбивать из рук ρίχνω ἀπό τά χέρια· \выбивать неприятеля из города ἐκτοπίζω (или διώχνω) τόν ἐχθρό ἀπό τήν πόλη·
    2. (пыль) ξεσκονίζω, τινάζω:
    \выбивать ковер τινάζω τό χαλί·
    3. (медаль, монету) κόβω, χαράζω· ◊ \выбивать дурь из головы разг βάζω μυαλό σέ κάποιον \выбивать из колей φέρνω ἀναστάτωση, βγάζω ἀπ' τόν κανονικό ρυθμό.

    Русско-новогреческий словарь > выбивать

  • 2 натыкаться

    натыкаться
    несов προσκρούω, σκοντάφτω (είς),τρακάρω:
    \натыкаться на камень σκοντάφτω πάνω σέ πέτρα· \натыкаться на неприятеля πέφτω πάνω στον ἐχθρό.

    Русско-новогреческий словарь > натыкаться

  • 3 обращать

    обращать
    несов
    1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:
    \обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·
    2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·
    3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > обращать

  • 4 окружать

    окружа||ть
    несов
    1. (кого-л., что-л.) περιστοιχίζω / περικυκλώνω (неприятеля)/ πολιορκώ (город, крепость)·
    2. (рвом, забором и т. п.) περιβάλλω·
    3. (быть расположенным вокруг) περιβάλλω·
    4. перен (вниманием и т. п.) περιβάλλω:
    \окружать заботами περιβάλλω μέ φροντίδα·
    5. перен (быть средой) περιβάλλω, περιτριγυρίζω:
    его \окружатьют близкие друзья τόν περιβάλλουν οἱ στενοί φίλοι του.

    Русско-новогреческий словарь > окружать

  • 5 отбрасывать

    отбрасывать
    несов, отбросить сов
    1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·
    2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·
    3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:
    \отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα.

    Русско-новогреческий словарь > отбрасывать

  • 6 оттеснить

    оттеснить
    сов, оттеснять несов ἀπωθω:
    \оттеснить неприятеля ἀπωθώ τόν ἐχθρό.

    Русско-новогреческий словарь > оттеснить

  • 7 продвижение

    продвижение
    с
    1. ἡ προχώρηση [-ις], ἡ προ προώθηση [-ις]/ воен. ἡ προέλαση [-ις]:
    задержать \продвижение неприятеля ἀναχαιτίζω τήν προέλαση τοῦ ἐχθροῦ·
    2. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβασμός. продви́нуть(ся) сов см. продвигать (-СЯ).

    Русско-новогреческий словарь > продвижение

  • 8 вдали

    επίρ.
    μακριά, στο βάθος•

    вдали виднелись окопы неприятеля μακριά φαίνονταν τα χαρακώματα του εχθρού•

    вдали от суеты μακριά α-πο το θόρυβο.

    Большой русско-греческий словарь > вдали

  • 9 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 10 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 11 заметить

    -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•

    заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.

    || ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•

    он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.

    2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•

    дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).

    3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.
    εκφρ.
    дать заметитьπαλ. δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > заметить

  • 12 защитить

    -щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•

    защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•

    защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•

    защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.

    || (νομ,) συνηγορώ•

    защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,

    2. προφυλάσσω•

    защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•

    защитить от ветра προφυλάσσω•

    атго τον άνεμο.

    προφυλάσσομαι•

    защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•

    защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > защитить

  • 13 нажим

    α.
    1. πίεση, πάτημα, ζούπισμα•
    μτφ. προσπάθεια εξαναγκασμού•

    дипломатический нажим διπλωματική πίεση.

    2. επίθεση•

    войска отступили под нажимом неприятеля τα στρατεύματα υποχώρησαν κάτω από την πίεση του εχθρού.

    3. συσφιγκτήρας.
    4. πάτημα (της πένας)•

    писать с -ом γράφω χοντρά (με πάτημα της πένας).

    5. μτφ. (για φωνή) σφίξιμο.
    6. (θεατρ.) υπογράμμιση χονδροειδής.

    Большой русско-греческий словарь > нажим

  • 14 наткнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. βάζω, χώνω, περνώ•

    наткнуть бабочку на булавку βάζω την πεταλούδα στην καρφίτσα.

    1. |προσκόπταί, προσκρούω, σκοντάφτω• τρακάρω, πέφτω πάνω•

    -на гвоздь προσκόπτω στο καρφί•

    конвой -лся на неприятеля η εφοδιοπομπή έπεσε πάνω στον εχθρό.

    2. μτφ. (απροσδόκητα) βρίσκω, ανακαλύπτω. || συναντιέμαι, συσχετίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наткнуть

  • 15 обрушить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•

    обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•

    обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•

    обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•

    желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).

    3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).
    1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•

    кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•

    свод -лся ο θόλος έπεσε.

    2. επιπίπτω, ρίχνομαι.
    3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•

    обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•

    обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > обрушить

  • 16 окружить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окруженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. περικυκλώνω•

    жандирмы -ли дом οι χωροφύλακες περικύκλωσαν το σπίτι•

    толпа его -ла το πλήθος τον περικύκλωσε.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιβάλλω, περιτριγυρίζω περιστοιχίζω.
    3. πολιορκώ, περικυκλώνω• περιζώνω•

    окружить неприятеля со всех сторон περικυκλώνω τον εχθρό από παντού•

    окружить тесно περισφίγγω.

    Большой русско-греческий словарь > окружить

  • 17 опрокинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω αναστρέφω•

    опрокинуть стол αναποδογυρίζω το τραπέζι•

    опрокинуть ведро ανατρέπω τον κουβά•

    волной -ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα.

    || βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. || πίνω, κατεβάζω•

    -по рюмочке κατεβάζω από ένα ποτηράκι.

    || στρατ, ανατρέπω•

    наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ.
    1. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι αναστρέφομαι.
    2. (στρατ.)
    επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ.
    3. μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > опрокинуть

  • 18 ослабить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.μ.
    1. εξασθενίζω, αδυνατίζω•

    ослабить неприятеля εξασθενίζω τον εχθρό.

    2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•

    ослабить давление ελαττώνω την πίεση.

    3. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, ξελασκάρω•

    ослабить пояс ξεσφίγγω τη ζώνη•

    ослабить подводья χαλαρώνω τα χαλινά.

    Большой русско-греческий словарь > ослабить

  • 19 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 20 оттеснить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеснённый, βρ: -нён, нена, -нено απωθώ, εξωθώ, ξεσκουντώ, αμπώχνω•

    толпа его -ла с трибуны ο όχλος τον πέταξε κάτω από το βήμα•

    -неприятеля απωθώ τον εχθρό.

    || μτφ. απομακρύνω, διώχνω, αποπέμπω.

    Большой русско-греческий словарь > оттеснить

См. также в других словарях:

  • Корабли, взятые у неприятеля — Во время боевых действий русские моряки взяли в плен немало судов различных классов, в том числе и кораблей. Некоторые корабли после ремонта и перевооружения продолжали служить под Андреевским флагом, причем большинству из них были сохранены… …   Военная энциклопедия

  • Фрегаты, взятые у неприятеля — За свою полуторавековую историю Российский парусный флот участвовал во многих сражениях, большинство из которых закончились победой русского оружия. При этом русскими моряками было взято в плен большое количество судов противника, в том числе и… …   Военная энциклопедия

  • Шебеки, взятые у неприятеля — Биорн Эрнсида [Медведь броненосец (шв.).]. Бывшая шведская турума, взятая в плен 13.8.1789 во время первого Роченсальмского сражения. Вошла в состав БФ. 36,6x9,2x2,7 м; 48 орудий; 3 мачты; 38 весел; 240 человек. Участвовала в войне со Швецией… …   Военная энциклопедия

  • Принести неприятеля на плечах. — (на себе). См. ДРАКА ВОЙНА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Разбить неприятеля наголову. — Разбить неприятеля наголову. См. ДРАКА ВОЙНА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Кто в пяток на страстной постится, от неприятеля сохранен будет. — Кто в пяток на страстной постится, от неприятеля сохранен будет. См. ИЗУВЕРСТВО РАСКОЛ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Не ставь неприятеля овцою, ставь его волком. — Не ставь неприятеля овцою, ставь его волком. См. ОСТОРОЖНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Заманивай неприятеля, заманивай. — (говорится в шутку, если кто побежит; слова эти приписывают Суворову). См. ТРУСОСТЬ БЕГСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • захваченный у неприятеля — прил., кол во синонимов: 1 • трофейный (1) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • Бриги взятые у неприятеля — Святой Александр Бывший французский бриг, взятый в плен 2.3.1799 у о ва Бриндизи ФР «Счастливый». Шел из Аконы в Александрию с депешами Наполеону Бонапарту. Перед пленением французские моряки успели выбросить за борт депеши и 4 орудия.… …   Военная энциклопедия

  • Корветы, взятые у неприятеля — Шагин Гирей [Шагин Гирей — последний крымский хан, который в 1783 отрекся от престола, и Крымское ханство было присоединено к России.]. Бывший турецкий корвет, взятый в плен 24.7.1811 у Пендераклии отрядом капитана 1 ранга М. Т. Быченского.… …   Военная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»