-
1 отстойный
επ.της καθίζησης, της κάθαρσης υγρών. -
2 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
3 бассейн
1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνηречной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμούсортировочный лес. - διαλογής ξυλείαςуспокоительный гидр. - ηρεμίαςусреднительный гидр. - εξίσωσης2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνηугольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн
-
4 резервуар
η δεξαμενή, το ντεπόζιτο, το ρεζερβουάρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резервуар