Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+не+стал+ни+на+ту

  • 1 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 2 большой

    больш||ой
    прил
    1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):
    \большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);
    2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):
    \большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;
    3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων
    4. (взрослый) μεγάλος:
    он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > большой

  • 3 воображать

    вообра||жать
    несов φαντάζομαι, βάζω στό νοῦ μου:
    \воображатьжаю, каким ты стал φαντάζομαι πῶς θά ἔγινες· \воображатьжать всякие ужасы βάζω στό νοῦ μου τρομερά πράγματα· она \воображатьжала себя актрисой θεωρούσε τόν ἐαυτό τής ἡθοποιό· ◊ много о себе \воображатьжать разг ἔχω μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἐαυτό μου.

    Русско-новогреческий словарь > воображать

  • 4 еще

    еще
    нареч в разн. знач. ἀκόμα, ἀκό-μη:
    налей мне \еще стакан чаю βάλε μου ἀκόμα ἕνα ποτήρι τσάΓ он стал \еще выше ψήλωσε κι· ἄλλο, ἔγινε ἀκόμα πιό ψηλός \еще раз ἄλλη μιά φορά, ἀκόμα μιά φορά· \еще и \еще ἀκόμα παραπάνω, δσα θές·\еще нет ὄχι ἀκόμα· я \еще не устал ἀκόμα δέν κουράστηκα· все \еще ἀκόμα, ὡς τώρα, μέχρι στιγμής· э́то было \еще летом αὐτό συνέβη τό καλοκαίρι ἀκόμα· \еще и сеи́час καί τώρα ἀκόμα· ◊ \еще бы! βέβαια!, ἀσφαλώς!· вот \ещеΙ νἄτα μας!, ὀρίστε μας!, αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > еще

  • 5 невменяемый

    невменяем||ый
    прил ἀκαταλόγιστος, ἐκτός ἐαυτοδ, παράφορος / юр. ἀνεύθυνος:
    он стал совсем невменяем Εκανε σάν τρελλός, ἐγινε Εξω φρενών \невменяемыйый поступок ἡ ἀκαταλόγιστη πράξη.

    Русско-новогреческий словарь > невменяемый

  • 6 сдавать

    сдавать I
    несов
    1. (передавать) (πα-ρα)δίνω, παραδίδω:
    \сдавать дела παραδίδω (τήν ὑπηρεσία μου) σέ ἄλλον \сдавать вещи в багаж παραδίδω στό βαγόνι ἀποσκευών
    2. (внаем, в аренду) (έ)νοικιάζω, ἐκμισθώνω·
    3. (крепость, город и т. п.) παραδίδω, (παρα)δίνω:
    \сдавать ору́жие παραδίδω τά ὅπλα, καταθέτω τά ὀπλα
    4. (карты) μοιράζω χαρτιά, κάνω χαρτιά·
    5. (сдачи) δίνω ρέστα· ◊ \сдавать экзамен δίνω ἐξετάσεις· \сдавать в архив παραδίδω (или βάζω) στό ἀρχεῖο· мотор стал \сдавать τό μοτέρ ἀρχίζει νά χαλάει.
    сдавать II
    несов (ослабевать) ἀδυνατίζω, ἐξασθενώ:
    он очень сдал после болезни ἀδυνάτισε πολύ ἀπό τήν ἀρρώστια.

    Русско-новогреческий словарь > сдавать

  • 7 усталь

    у́стал||ь
    ж разг ὁ κόπος, ὁ μόχθος, ἡ κούραση:
    без \устальи ἀκούραστα, ἀδιάκοπα· не внать \устальи εἶμαι ἀκούραστος.

    Русско-новогреческий словарь > усталь

  • 8 шелковый

    шелков||ый
    прил μεταξωτός:
    \шелковыйые чулки οἱ μεταξωτές κάλτσες· \шелковыйая ткань τό μεταξωτό ὕφασμα· ◊ он стал как \шелковый ἔγινε σάν ἀρνάκι.

    Русско-новогреческий словарь > шелковый

  • 9 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

  • 10 воровать

    -рую, -руешь, ρ.δ.
    κλέβω, -φτω, -πτω•

    воровать деньги κλέβω χρήματα•

    мальчик стал воровать το παιδάκι άρχισε να κλέβει.

    -ется κλέβει, είναι κλέφτης.

    Большой русско-греческий словарь > воровать

  • 11 выдохнуть

    ρ.σ.μ. εκπνέω, εκφυσώ.
    1. ξεθυμαίνω, ξανοσταίνω, αδυνατίζω•

    откупоренный чай -лся το ξεκούπωτο τσάι ξεθύμανε.

    2. μτφ. εξασθενίζω, εξαντλιέμαι, αδυνατίζω’ талант -лся το ταλέντο ξέπεσε, έχασε την αίγλη•

    к концу речи оратор стал выдохнуть προς το τέλος του λόγου ο ρήτορας άρχισε να κουράζεται.

    || στειρεύω, γίνομαι άγονος, άκαρπος.

    Большой русско-греческий словарь > выдохнуть

  • 12 добыча

    θ.
    1. εξαγωγή, εξόρυξη•

    добыча каменного угля εξόρυξη πετροκάρβουνου.

    || επίτευξη, επίτευγμα. || λεία, λάφυρο.
    2. θήραμα, άγρα, κυνήγι.
    3. το εξορυγμένο προϊόν, η παραγωγή.
    4. καταστροφικό έργο, παρανάλωμα, βορά•

    дом стал -ей огня το σπίτι έγινε παρανάλωμα του πυρός.

    Большой русско-греческий словарь > добыча

  • 13 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 14 знаменитость

    θ.
    1. καλή φήμη, εύκλεια, κλέος.
    2. διάσημος άνθρωπος•

    он стал -ью αυτός έγινε διάσημος.

    Большой русско-греческий словарь > знаменитость

  • 15 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 16 известный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. γνώριμος, γνωστός•

    -ое дело γνωστή υπόθεση.

    2. διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμένος. || πασίγνωστος διαβόητος•

    -ая женщина πασίγνωστη γυναίκα•

    известный бандит διαβόητος ληστής.

    3. ορισμένος, δοσμένος, κάποιος•

    есть -ая доля свободы υπάρχει κάποια ελευθερία•

    в известный момент στη δοσμένη στιγμή.

    || καθορισμένος συνηθισμένος•

    в известный час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο•

    при -ых условиях κατά τα συνηθισμένα.

    4. πληροφορημένος, κατατοπισμένος•

    я про то извстен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα.

    Большой русско-греческий словарь > известный

  • 17 невменяемый

    επ., βρ: -яем, -а, -о
    ανεύθυνος, αναίτιος, ανυπαίτιος ακαταλόγιστος,παράφορος•

    он был -яем от гнева αυτός δεν ήξερε τι έκανε από το θυμό του•

    он стал со-всм -яем αυτός έγινε έξαλλος•

    невменяемый поступок άφρονη πράξη ή συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > невменяемый

  • 18 неузнаваемый

    επ., βρ: -аем, -а, -о
    αγνώριστος•

    он стал -ым αυτός έγινε αγνώριστος.

    Большой русско-греческий словарь > неузнаваемый

  • 19 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 20 сторониться

    -ронюсь, -решишься
    ρ.δ.
    1. αναμερίζω, παραμερίζω.
    2. μτφ. αποφεύγω•

    он стал сторониться друзей αυτός άρχισε ν' αποφεύγει τους φίλους.

    Большой русско-греческий словарь > сторониться

См. также в других словарях:

  • Сталёвовольский повят — Powiat stalowowolski Герб …   Википедия

  • Стал — Стал, Ник Ник Стал Nick Stahl Имя при рождении: Николас Кент Стал (англ. Nicolas Kent Stahl) Дата рождения: 5 декабря 1979(1979 12 05) (30 лет) …   Википедия

  • Стал, как рак на мели. — Стал (или: Сел), как рак на мели. См. СЧАСТЬЕ УДАЧА Стал, как рак на мели. Стал, как вкопанный. См. ПОРА МЕРА СПЕХ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал, как вкопанный. — Стал, как рак на мели. Стал, как вкопанный. См. ПОРА МЕРА СПЕХ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал в пень. — Стал, как бык, и не знаю, как быть. Стал в пень. См. РАЗДУМЬЕ РЕШИМОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал, как пень. — (или: как надолба, как вкопанный). См. ГОРЕ БЕДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал бы кормить и волка, коли б траву ел. — Стал бы кормить и волка, коли б траву ел. См. ДРУГ НЕДРУГ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал, как бык в стену рогами. — Стал, как бык в стену рогами. См. ПОРА МЕРА СПЕХ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал, словно несолоно хлебал. — Стал (отошел, глядит), словно несолоно хлебал. См. РАЗДУМЬЕ РЕШИМОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал в тупик, что некуда ступить. — Стал (Пришел) в тупик, что некуда (что не знаешь куда) ступить. См. РАЗДУМЬЕ РЕШИМОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Стал на думах, как на вилах. — Стал на думах, как на вилах. См. РАЗДУМЬЕ РЕШИМОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»