Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+болен

  • 1 оттого

    επίρ.
    γι αυτό (το λόγο), γι αυτή την αιτία, απ αυτό επειδή, γιατί•

    он болен, оттого он не пришёл αυτός είναι άρρωστος, γι αυτό δεν ήρθε•

    он не пришёл оттого, что он болен αυτός δεν ήρθε, γιατί είναι άρρωστος•

    не ем оттого, что не хочу δεν τρώγω, γιατί δε θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > оттого

  • 2 тяжело

    тяжело 1. в разн. знач. βαριά* он \тяжело болен είναι βαριά άρρωστος 2. предик.: мне это \тяжело нести μου είναι δύσκολο να το κουβαλώ
    * * *
    1. в разн. знач.

    он тяжело́ бо́лен — είναι βαριά άρρωστος

    2. предик.

    мне э́то тяжело́ нести́ — μου είναι δύσκολο να το κουβαλώ

    Русско-греческий словарь > тяжело

  • 3 ведь

    ведь
    1. частица у сил. (большей частью не переводится) μά, πραγματικά/ μήπως (в вопр. предложениях):
    \ведь это всем известно (μά) αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὀλους· \ведь это правда? ἐτσι δέν εἶναι; (μήπως) δέν εἶναι ἀλήθεια;· \ведь я не спорю! μά δέν διαφωνώ!· \ведь вы это сделаете? (λοιπόν) θά τό κάνετε αὐτό;·
    2. союз ἐπειδή, ἀφοῦ, γιατί:
    он сегодня не мог прийти, \ведь он болен δέν μπόρεσε σήμερα νά ἐρθει, ἐπειδή εἶναι ἀρρωστος.

    Русско-новогреческий словарь > ведь

  • 4 действительно

    действи́тельн||о
    1. нареч πραγματικά [-ῶς], ἀληθώς:
    он \действительно был болен ήταν πραγματικά ἄρρωστος· вот уж \действительно τώρα μάλιστα·
    2. в знач. вводн. сл. τῶ δντι, πράγματι, ὀντως, ἀλήθεια:
    да, \действительноо, сегодня очень тепло πράγματι σήμερα κάνει μεγάλη ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > действительно

  • 5 благоверный

    -ого α.
    ο σύζυγος, σύμβιος, ο αντρούλης•

    мой благоверный болен ο αντρούλης μου είναι άρρωστος.

    Большой русско-греческий словарь > благоверный

  • 6 больной

    επ., βρ: болен, -льна, -льно
    1. άρρωστος, ασθενής•

    больной старик άρρωστος γέρος.

    || μτφ. αρρωστιάρικος•

    -ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.

    2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•

    навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•

    прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•

    тяжело βαριά άρρωστος.

    || πονεμένος•

    больной палец πονεμένο δάχτυλο.

    εκφρ.
    больной вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ое место – νευραλγικό σημείο•
    с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο.

    Большой русско-греческий словарь > больной

  • 7 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 8 всё

    επίρ.
    1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•

    он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.

    2. μέχρι τώρα, και τώρα•

    он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.

    3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•

    это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.

    4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•

    погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•

    всё более и более όλο και πιο πολύ.

    5. όμως, εν τούτοις, αλλά•

    как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).

    εκφρ.
    всё жκ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως.

    Большой русско-греческий словарь > всё

  • 9 втемяшить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    βάζω, τυπώνω στο μυαλό (κάποιου).
    μου τυπώθηκε, μου μπήκε στο μυαλό, στο κεφάλι•

    -лось ему, что он болен του τυπώθηκε ότι είναι άρρωστος.

    Большой русско-греческий словарь > втемяшить

  • 10 закормить

    -кормлю, -кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закормленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παραταΐζω, παραχορταίνω• βλάπτω•

    ребенок от того болен, что его закормить ли το παιδάκι είναι, άρρωστο, γιατί το παρατάισαν.

    2. αρχίζω να τρέφω.

    Большой русско-греческий словарь > закормить

  • 11 отчаянно

    επίρ.
    απελπισμένα• απεγνωσμένα•

    сражаться отчаянно μάχομαι απεγνωσμένα•

    защищиться отчаянно αμύνομαι απεγνωσμένα•

    он отчаянно болен αυτός δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας.

    || δυνατά.

    Большой русско-греческий словарь > отчаянно

  • 12 отыграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отыгранный, βρ: -гран, -а, -о.
    1. ξανακερδίζω•

    отыграть свой деньги ξανακερδίζω τα χρήματα μου.

    (αθλτ.) παίρνω από τον αντίπαλο•

    я -ал у него мяч εγώ του πήρα τη μπάλα.

    2. τελειώνω το παιγνίδι•

    мы уже -ли εμείς πια τελειώσαμε το παιγνίδι.

    1. ξανακερδίζω.
    2. μτφ. γλυτώνω•

    -лся тем, что он • был болен τη γλύτωσε γιατί ήταν άρρωστος•

    -лся словами τη γλύτωσε με τα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > отыграть

  • 13 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 14 тяжело

    1. επίρ. βαριά, δύσκολα.
    2. ως κατηγ. είναι βαρύ, δύσκολο•

    мне тяжело поднимать такой большой чемондан μου είναι δύσκολο να σηκώσω τέτοια μεγάλη βαλίτσα•

    он тяжело болен αυτός είναι βαριά άρρωστος•

    мне тяжело в голове έχω ένα βάρος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > тяжело

  • 15 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • Болен — Болен  многозначный термин. Одно из значений  немецкая фамилия. Фамилия Болен, Дитер (р. 1954)  немецкий певец, музыкант, продюсер и композитор. Болен, Лев Леонтьевич (1783 1855)  прусский и российский военный деятель. Болен,… …   Википедия

  • болен — нездоров, плох, больной Словарь русских синонимов. болен см. больной Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 …   Словарь синонимов

  • болен —     БОЛЕН, нездоров, плох …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • болен — болен …   Орфографический словарь-справочник

  • Болен, Дитер — У этого термина существуют и другие значения, см. Болен. Дитер Болен …   Википедия

  • Болен Д. — Дитер Болен Dieter Bohlen, 2006 Полное имя Dieter Günter Bohlen Дата рождения 7 февраля 1954 Место рождения Ольденбург Страна …   Википедия

  • Болен Дитер — Дитер Болен Dieter Bohlen, 2006 Полное имя Dieter Günter Bohlen Дата рождения 7 февраля 1954 Место рождения Ольденбург Страна …   Википедия

  • Болен, Лев Леонтьевич — У этого термина существуют и другие значения, см. Болен. Лев Леонтьевич Болен Дата рождения 1783 год(1783) Дата смерти 1855 год(1855) Принадлежность …   Википедия

  • Болен, Лев — Лев Леонтьевич Болен 1783 1855 Принадлежность Пруссия,  Россия Род вой …   Википедия

  • Болен Лев Леонтьевич — Лев Леонтьевич Болен 1783 1855 Принадлежность Пруссия,  Россия Род вой …   Википедия

  • Болен, Лев Леонтьевич — сенатор, генерал лейтенант; род. в 1783 г., ум. в январе 1855 г. Сын секунд майора прусской службы, Болен в 1794 г. был записан юнкером в 1 й конно артиллерийский батальон, в 1803 г., имея чин подпоручика, переведен во вновь формировавшийся 2 й… …   Большая биографическая энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»