-
1 народ
народм1. ὁ λαός; русский \народ ὁ ρωσικός λαός· \народы мира οἱ λαοί τής γῆς· трудовой \народ οἱ ἐργαζόμενοι, ὁ ἐργαζόμενος λαός·2. (люди) ὁ κόσμος, τό πλήθος; много \народу ἡ πολυκοσμία, ἡ κοσμο-πλημμύρα -
2 народ
-
3 народ
-а α.1. λαός•советский народ σοβιετικός λαός•
греческий народ ελληνικός λαός•
все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•
трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).
2. άνθρωποι•там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.
|| κόσμος•собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
εκφρ.простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα. -
4 народ
[ναρότ] ουσ. α λαός, κόσμος -
5 народ
[ναρότ] ουσ α λαός, κόσμος -
6 поднять
-ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял-ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•
поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•
опять поднять ξανασηκώνω.
2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.
|| μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.
3. ανεβάζω•поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.
|| υψώνω•поднять русу σηκώνω το χέρι•
поднять голову σηκώνω το κεφάλι.
|| ανυψώνω•поднять занавес σηκώνω την αυλαία.
4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•народ ξεσηκώνω το λαό.
|| ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.(κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.
|| κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•поднять пыль σηκώνω σκόνη.
|| μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).6. ξεσηκώνω•поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•
-шум ξεσηκώνω θόρυβο•
поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•
поднять крик βγάζω κραυγή•
поднять хохот ανακαγ-χάζω.
|| ανακινώ•поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.
7. υψώνω, ανεβάζω•поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.
|| μτφ. εξυψώνω•поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).
8. (μουσ.) υψώνω•поднять голос αναβάζω τη φωνή•
поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•
поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.
9. μεγαλώνω, αυξαίνω•поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•
поднять цены υψώνω τις τιμές.
|| μτφ. ανεβάζω•поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.
10. ανορθώνω καλυτερεύω•поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.
11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).
εκφρ.поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•- пары – σηκώνω ατμούς•перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•
поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•
флаг -лся η σημαία υψώθηκε•
рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.
|| αναπλέω.2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•-лся месяц βγήκε το φεγγάρι.
3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).4. εγείρομαι•поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.
|| ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•
поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•-лся вопрос προέκυψε ζήτημα.
6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•
цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
|| μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•настроение -лось η διάθεση επανήλθε.
|| ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ. -
7 мирный
мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος* * *1) в разн. знач. ειρηνικόςми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός
ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης
ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη
реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών
2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος -
8 масса
масс||а I ж1. (людская, народ) τό πλήθος, ἡ μάζα:\масса людей ἡ κοσμοπλημ-μύρα, τό πλήθος κόσμου· трудящиеся \массаы οἱ μάζες τῶν ἐργαζομένων народные \массаы οἱ λαϊκές μάζες·2. (множество) τό πλήθος / ὁ σωρός, ἡ σωρεία (куча)/ ὁ ὀγκος (груда):\масса пыли ὁ σωρός σκόνης, τό σύννεφο σκόνης· \масса работы ὁ δγκος δουλειᾶς· \масса впечатлений σωρεία ἐντυπώσεων ◊ в \массае μαζικά, κατά μάζες.масса II ж (вещество) ἡ μᾶζα, ὁ πολτός:стеклянная (древесная) \масса πολτός γυαλιού (ξύλου). -
9 порядочно
порядочнонареч1. (честно) τίμια τιμίως, ἐντίμως·2. (много) разг πολόι он съел \порядочно ἔφαγε πολύ· было \порядочно народ·, ἡταν πολύς κόσμος. -
10 устремляться
устрем||ляться1. (двинуться) ὀρμῶ, ρίχνομαι, τρέχω:\устремлятьсяляться навстречу τρέχω νά προϋπαντήσω· народ \устремлятьсяйлся на площадь ὁ λαός ὅρμησε στήν πλατεία·2. (сосредоточиться) κατευθύνομαι, προσηλώνομαι:мысли ее \устремлятьсяйлись к прошлому οἱ σκέψεις τής γύρισαν все взо́ры \устремлятьсяля́ются на него́ ὅλων τά βλέμματα στρέφονται προς αὐτόν. -
11 афинский
επ.αθηναϊκός•афинский народ ο αθηναϊκός λαός.
-
12 булгачить
-чу, -чишь, ρ.δ.μ.(απλ.) ανησυχώ, φέρω ταραχή•чего ты народ -ишь? τι ανησυχείς τον κόσμο;
-
13 вольнолюбивый
επ., βρ: -бив, -а, -оφιλελεύθερος• ελεύθερος•вольнолюбивый народ φιλελεύθερος λαός•
-ые стихи φιλελεύθεροι στίχοι.
-
14 грабить
грабить 1-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. грабленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.μ.λεηλατώ, αρπάζω, δηώνω, διαγουμίζω, ληστεύω,κουρσεύω. || μτφ. ληστεύω εύσχημα (με φορολογία, δοσίματα κ.τ.τ.)• чиновники -ли народ οι αξιωματούχοι λήστευαν το λαό.грабить 2-блю, -бишь, ρ.δ.μ. (διαλκ.)βλ. грести (2 σημ.). -
15 клясть
кляну, клянёшь, παρλθ. χρ. клял, кляли, клялоρ.δ. μ. καταριέμαι., αναθεματίζω•-нёт его весь народ τον καταριέται όλος ο κόσμος.
ορκίζομαι, κάνω όρκο, ορκοδοτώ, αμόνω. -
16 мирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•мирный народ ειρηνόφιλος λαός•
-ое государство ειρηνόφιλο κράτος.
|| φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•
-ая жизнь ειρηνική ζωή•
мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•
-ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.
2. ειρηνευτικός•-ая политика πολιτική ειρήνης•
-ое время ειρηνική περίο, δος.
|| της ειρήνης•мирный трактат συνθήκη ειρήνης•
-ая конференция διάσκεψη ειρήνης.
-
17 простой
простой 1επ., βρ: прост, проста, просто, συγκρ. βαθμός «проще», υπερθ. βαθμός «простейший».1. απλός• εύκολος•-ое дело απλή υπόθεση•
-ая задача απλό (εύκολο) πρόβλημα•
- ое предложение (γραμμ.) απλή πρόταση•
химические -ые тела χημικά απλά σώματα•
-ое число μονοψήφιος αριθμός.
2. συνήθης, -σμένος.3. αφελής, αγαθός, απονήρευτος.4. χοντροειδής, ανεπεξέργαστος.5. παλ. μη ευγενικής καταγωγής, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων•простой народ ο απλός λαός•
-ые люди απλοί άνθρωποι.
εκφρ.- ая бухгалтерия – απλός λογαριασμός•- ое письмо – απλή επιστολή(μη συστημένο κλπ.)•- ым глазом – με γυμνό μάτι(χωρίς οπτικό όργανο)•из -ых – από απλούς (ανθρώπους), από το λαό, λαϊκός.простой 2-я α.χασομέρι, σταμάτημα της εργασίας (όχι από υπαιτιότητα του εργάτη)•получать за простой πληρώνομαι για το χασομέρι.
-
18 русский
-
19 свергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. сверг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω.2. μτφ. ανατρέπω, εκθρονίζω• καταλύω• σπάζω τα δεσμά•русский народ -ул царское самодержавие ο ρωσικός λαός κατέλυσε την τσαρική απολυταρχία•
свергнуть колониальный режим αποτινάζω το αποικιαπ,ό καθεστώς•
свергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.
εκφρ.свергнуть бремя – αποτινάζω το βάρος•свергнуть иго – αποτινάζω το ζυγό (τη σκλαβιά)•свергнуть оковы – σπάτα δεσμά.παλ. πέφτω, καταπίπτω, γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι. -
20 свободный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ελεύθερος•-ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.
|| ουσ. απελεύθερος•свободный и раб απελεύθερος και δούλος.
|| ελεύθερος• λεύτερος•свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•
-ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•
-народ ελεύθερος λαός•
-ая жизнь ελεύθερη ζωή•
свободный выбор ελεύθερη εκλογή•
-ые выборы ελεύθερες εκλογές•
-ая мысль ελεύθερη σκέψη.
2. ανεμπόδιστος•-ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•
свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.
|| άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.
|| ο υπέρ το δέον ελεύθερος•-ая женщина ελεύθερη γυναίκα.
3. περίσσιος, διαθέσιμος•-ое время ελεύθερος χρόνος•
свободный стул ελεύθερο κάθισμα.
4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.
5. (χημ.)• μη ενωμένος•свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.
εκφρ.- ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
НАРОД — Все мы народ, и правительство тоже. Отто фон Бисмарк Вольтер учил: «Чем люди просвещеннее, тем они свободней». Его преемники сказали народу: «Чем ты свободнее, тем просвещенней». В этом и таилась погибель. Антуан де Ривароль Тот, кто желает вести … Сводная энциклопедия афоризмов
НАРОД — 1) в широком смысле слова всё население определ. страны. 2) Термин, употребляемый для обозначения различных форм этнич. общностей (племя, народность, нация). В процессе развития социалистич. общества в СССР сложилась новая историч.… … Философская энциклопедия
НАРОД — муж. люд, народившийся на известном пространстве; люди вообще; язык, племя; жители страны, говорящие одним языком; обыватели государства, страны, состоящей под одним управленьем; чернь, простолюдье, низшие, податные сословия; множество людей,… … Толковый словарь Даля
Народ против Ларри Флинта — The People vs. Larry Flynt … Википедия
народ — НАРОД, народа, м. 1. Население, объединенное принадлежностью к одному государству; жители страны. «Красная Армия это вооруженный советский народ.» Ворошилов. «Лица, покушающиеся на общественную, социалистическую собственность, являются врагами… … Толковый словарь Ушакова
Народ — важнейшая категория политической науки, содержание которой существенно меняется в зависимости от интересов и политических позиций определяющего субъекта. В суждениях древнегреческих мыслителей эта особенность проявилась уже вполне отчетливо.… … Политология. Словарь.
Народ — Народ ♦ Peuple Совокупность подданных одного суверена или граждане одного государства. В республике, следовательно, и сам народ суверен. Говорят, что народ – всего лишь абстрактное понятие, а существуют лишь индивидуумы. Несомненно. Однако в … Философский словарь Спонвиля
Народ (значения) — Народ: Основные значения Народ основная масса трудящегося населения. Народ всё население какого либо государства. Этнос группа людей, объединённая общими признаками (происхождение, язык, культура и др.). Нация культурная… … Википедия
Народ за демократию и справедливость — «Народ за демократию и справедливость» Лидер: Михаил Касьянов Дата основания: 22 сентября 2007 … Википедия
Народ против (игра) — Народ против Логотип передачи Жанр Телевизионная игра … Википедия
Народ свободы — Il Popolo della Libertà Лидер: Сильвио Берлускони Дата основания: 18 ноября 2007 года (cоздана) 27 марта … Википедия