Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

но+я+не+могу

  • 41 наслушаться

    ρ.σ.
    1. ακούω•

    наслушаться новостей ακούω ειδήσεις.

    2. χορταίνω
    ακούω•

    он поёт так хорошо, что я не могу наслушаться его αυτός τραγουδάει τόσο καλά, που δε χορταίνω να τον ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > наслушаться

  • 42 насмотреть

    -отрю, -отрищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насмотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ. κ. κυνηγ.) καθαροβλέπω, βλέπω ευκρινώς, διακρίνω καλά. || κοιτάζω, βλέπω, διαλέγω κοιτάζω (διαλέγω) κοστούμι.
    1. κοιτάζω πολΰ, χορταίνω να βλέπω•

    смотрю и не смотрюсь κοιτάζω και δε χορταίνω•

    не могу насмотреть на эту картину δε χορταίνω να κοιτάζω αυτή την εικόνα.

    2. βλέπω (πολλά)•

    я -лся много картин είδα πολλές εικόνες.

    Большой русско-греческий словарь > насмотреть

  • 43 начитать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начитанный, βρ: -тан, -а, -о
    διαβάζω, μελετώ πολύ. || παλ. μαθαίνω διαβάζοντας.
    διαβάζω πολλά•

    начитать много стихов διαβάζω πολλά ποιήματα.

    || χορταίνω να διαβάζω•

    начитать не могу δε χορταίνω να διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > начитать

  • 44 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 45 полезный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    ωφέλιμος, χρήσιμος• επωφελής• καλός•

    это -о для здоровья αυτό είναι καλό για την υγεία•

    человек ωφέλιμος άνθρωπος•

    соединять приятное с -ним συνδυάζω το τερπνό με το ωφέλιμο•

    коэффициент -ого действия (τεχ.) συντελεστής απόδοσης.

    εκφρ.
    чем я могу быть -зен? – σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος?

    Большой русско-греческий словарь > полезный

  • 46 помочь

    θ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. помощь.
    εκφρ.
    Бог помочьπαλ. με τη βοήθεια του Θεού, ο Θεός βοηθός.
    -могу, -можешь, -могут, παρλθ. χρ. помог, -ла, -ло
    ρ.σ. βοηθώ, συνδράμω, έρχομαι αρωγός•

    -гите остащим βοηθείστε τους υστερούντες•

    она -ла ей встать αυτή τη βοήθησε να σηκωθεί•

    помочь деньгами βοηθώ χρηματικά•

    помочь нуждающим βοηθώ τους αναγκεμένους.

    || επιδρώ•

    лекарство -ло το φάρμακο βοήθησε.

    εκφρ.
    помочь горю (беде) – βοηθώ στη δυστυχία.

    Большой русско-греческий словарь > помочь

  • 47 поскольку

    σύνδ.
    1. αφού, εφόσον, επειδή, μια και•

    поскольку ты согласен, я не возражаю αφού εσύ συμφωνείς, εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση.

    2. απ όσο, καθόσο, στο μέτρο που•

    поскольку я могу судить об этом καθόσο εγώ μπορώ να κρίνω γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > поскольку

  • 48 похвалить(ся)

    ρ.σ.
    βλ. хвалить(ся).
    εκφρ.
    не могу похвалиться – δεν μπορώ να επαινέσω ή να εκφραστώ θετικά.

    Большой русско-греческий словарь > похвалить(ся)

  • 49 похвастать(ся)

    ρ.σ.
    βλ. хвастать(ся)
    εκφρ.
    не могу похвастать(ся)ся – δε μπορώ να επαινέσω ή να εκφραστώ θετικά.

    Большой русско-греческий словарь > похвастать(ся)

  • 50 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 51 совмещать

    ρ.δ.μ.
    1. συνδυάζω, (συν)ταιριάζω• συσχετίζω• συμβιβάζω•

    совмещать работу с учбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή•

    я не могу, совмещать этого с моими убеждениями δε μπορώ να συμβιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου.

    1. συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. συμπίπτω.

    Большой русско-греческий словарь > совмещать

  • 52 усидеть

    усижу, усидишь ρ.σ.
    1. κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου•

    едва он -ел от боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του από τον πόνο.

    2. παραμένω•

    ни одного дня не могу усидеть дома ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα-θήσω στο σπίτι•

    секретарь -ел, несмотря на изменения ο γραμματικός παρέμεινε στη θέση του, παρά τις αλλαγές.

    3. и- (απλ.) βλ. засидеть.
    4. и- (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό• τρώγω• πίνω• κατεβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > усидеть

  • 53 хоть

    1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•

    хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•

    ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.

    2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•

    приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.

    || και, κι αν ακόμα•

    лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•

    хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•

    хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.

    || μόριο επιτακτικό•

    хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•

    хоть кто οποιοσδήποτε•

    хоть где, хоть куда οπουδήποτε•

    хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•

    хоть где-нибудь αδιάφορο που.

    εκφρ.
    хоть быκ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•
    хоть бы и так – έστω κι έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > хоть

  • 54 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

См. также в других словарях:

  • МОГУ 24 — Международная открытая группа университетов , ассоциация нескольких высших учебных заведений России, развивающих дистанционное образование. Образовательные программы «МОГУ 24» формируются группой экспертов, в которую входят специалисты… …   Википедия

  • могу — можешь, мочь, укр. можу, могти, мочи, блр. могцi, др. русск. могу, мочи, ст. слав. могѫ, мошти δύνασθαι, ἰσχύειν, болг. мога, сербохорв. мо̀гу, мо̀ħи, словен. morem, moči, чеш. mohu, můžeš, mосi, слвц. môžem, môсt᾽, польск. moc, mogę, в. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • могу — МОГУ, можешь, могут. наст. вр. от мочь. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • могу́тный — могутный, тен, тна, тно, тны; сравн. ст. ее …   Русское словесное ударение

  • могу́чий — могучий …   Русское словесное ударение

  • могу́щий — [не могущий] …   Русское словесное ударение

  • Могу-де-Малта — Район Могу де Малта Mogo de Malta Страна ПортугалияПортугалия …   Википедия

  • могу ль сказать: "живи" надежде? — О, милый гость, святое прежде ! Зачем в мою теснишься грудь? Могу ль сказать: живи надежде? Скажу ль тому, что было будь ? В.А. Жуковский. Песня. „Минувших дней очарованье …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • могу — много могу им ги е силна пукницата много им е силна ракията, в Резервата ракия под 50 градуса се смята за слаба, гола вОда, тава става само да си измиа очите сутрин …   Речник на Северозападния диалект

  • могу́тный — ая, ое, тен, тна, тно. обл. и народно поэт. Физически сильный, крепкий; могучий. Боевые рукавицы натягивает, Могутные плечи распрямливает, Да кудряву бороду поглаживает. Лермонтов, Песня про купца Калашникова. На козлах раскачивалась широчайшая… …   Малый академический словарь

  • могу́че — нареч. к могучий. Недалекий сосновый лес могуче шумит вершинами. В. Яковлев, Художники, реставраторы, антиквары …   Малый академический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»