Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

нос

  • 61 остроносый

    επ., βρ: -нос, -а, -о
    οξύρρινός, σουβλερομύτης. || μυτερός•

    -ые туфли μυτερά παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > остроносый

  • 62 отморозить

    -бжу, -бзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмороженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παγώνω, ξεπαγιάζω•

    смотри, не -розь нос κοίταξε μη σου παγώσει η μύτη. отморозить пальцы παγώνω τα δάχτυλα.

    Большой русско-греческий словарь > отморозить

  • 63 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 64 правильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σωστός, ορθός•

    -ое произношение σωστή προφορά•

    правильный ответ σωστή απάντηση.

    || κανονικός, αρμονικός•

    -ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.

    || ομαλός•

    правильный глагол ομαλό ρήμα•

    -ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.

    2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.
    3. ρυθμικός•

    -ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.

    4. συμμετρικός•

    правильный нос κανονική μύτη.

    εκφρ.
    правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.
    επ.
    ομαλυντικός• λειαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > правильный

  • 65 приплюснутый

    επ. από μτχ.
    πλακουτσός,πε-πλατισμένος•

    приплюснутый нос πλακουτσή μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > приплюснутый

  • 66 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 67 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 68 пуговка

    θ.
    κουμπάκι.
    εκφρ.
    нос -ой – μυτίτσα• ανασηκωμένη μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > пуговка

  • 69 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 70 римский

    επ.
    ρωμαϊκός•

    римский театр ρωμαϊκό θέατρο•

    -ое общество η ρωμαϊκή κοινωνία.

    εκφρ.
    римский папа – ο πάπας της Ρώμης•
    римский нос – γρυπή μύτη•
    - ая церковь – ρωμαιοκαθολική εκκλησία•
    - ие цифры – λατινικοί αριθμοί.

    Большой русско-греческий словарь > римский

  • 71 сморкать

    ρ.δ.μ. φυσώ•

    сморкать нос φυσώ τη μύτη, απομύσσω.

    απομύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сморкать

  • 72 совать

    сую, сушь, προστκ. суй ρ.δ.μ.
    1. χώνα, βάζω μέσα•

    совать руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•

    совать вещи в чемодан βάζω τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. δίνω (προσφέρω) κρυφά•

    совать взятку δίνω κρυφά δωροδόκημα.

    3. ωθώ, σπρώχνω.
    4. χτυπώ κρυφά•

    совать в бок кулаком δίνω κρυφά γροθιά στο πλευρό.

    εκφρ.
    совать голову в петлю – βάζω το κεφάλι στο ντροβά (ριψοκινδυνεύω)•
    совать под нос кому – χώνω στη μύτη κάποιου (προσφέρω αγροίκως).
    1. χώνομαι•

    он -лся в кусты αυτός χώθηκε (κρύφτηκε) στους θάμνους.

    2. μτφ. αναμειγνύομαι•

    он во всё сутся αυτός παντού χώνεται.

    || ενοχλώ, γίνομαι κουνούπι, τσιμπούρι.
    3. πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε, δώθε-κείθε.

    Большой русско-греческий словарь > совать

  • 73 сопливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о.
    1. μιξιά-ρικος• μυξιάρης•

    сопливый нос μιξιάρικη μύτη•

    сопливый ребнок μυξιάρικο παιδάκι.

    2. μτφ. (απλ.) μικρός, άπειρος, ατζαμής, αξέβγαλτος.

    Большой русско-греческий словарь > сопливый

  • 74 твой

    твоя, тво.
    1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•

    твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•

    твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•

    тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).

    || σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•

    у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.

    2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•

    тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.

    3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.
    4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).
    εκφρ.
    по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•
    пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•
    не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•
    - я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•
    что твойκ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου.

    Большой русско-греческий словарь > твой

  • 75 тупоносый

    επ. -нос, -а, -о
    1. πλατύρ-ρινος, πλατσκομύτης • σιμός. || πλατύρρυγχος.
    2. (για αντικείμενα) πλατύς, μη οξύς.

    Большой русско-греческий словарь > тупоносый

  • 76 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 77 чуткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко; чутче.
    1. λεπτός, οξύς•

    -ое ухо λεπτό αυτί (οξεία ακοή)•

    чуткий нос οξεία όσφρηση•

    чуткий нюх οξεία όσφρηση•

    чуткий слух οξεία ακοή.

    2. (τεχ.) ευαίσθητος, πολύ λεπτός (για όργανα, συσκευές).
    3. πρόσχαρος• αβρός•

    чуткий подход λεπτός τρόπος (συμπεριφοράς).

    εκφρ.
    чуткий сон – ελαφρός ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > чуткий

  • 78 широконосый

    επ., βρ: -нос, -а, -о
    πλατύρινος•

    -ое лицо πρόσωπο με πλατιά μύτη.

    || (για υποδήματα) με πλατιά μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > широконосый

  • 79 ястребиный

    επ.
    του γερακιού• γερακίσιος•

    -клюв το ράμφος του γερακιού•

    -ое гнездо η γερακοφωλιά.

    || γερακοειδής, γαμψός. ястребиный нос γαμψή μύτη. || μτφ. αρπαχτικός, άγριος, βλοσυρός•

    ястребиный взор (взгляд) γερακίσιο βλέμμα.

    Большой русско-греческий словарь > ястребиный

См. также в других словарях:

  • нос — нос/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • Нос — а ( у), предл. о носе, на носу; мн. носы; м. 1. Выступающая часть лица человека или морды животного между ртом (пастью) и глазами; наружная часть органа обоняния. Прямой, тонкий, маленький, длинный, короткий, курносый, вздёрнутый, горбатый нос.… …   Энциклопедический словарь

  • нос — а ( у), предл. о носе, на носу; мн. носы; м. 1. Выступающая часть лица человека или морды животного между ртом (пастью) и глазами; наружная часть органа обоняния. Прямой, тонкий, маленький, длинный, короткий, курносый, вздёрнутый, горбатый нос.… …   Энциклопедический словарь

  • нос — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? носа и носу, чему? носу, (вижу) что? нос, чем? носом, о чём? о носе и на носу; мн. что? носы, (нет) чего? носов, чему? носам, (вижу) что? носы, чем? носами, о чём? о носах 1. Нос это часть лица …   Толковый словарь Дмитриева

  • НОС — НОС, носа, о носе, на носу, мн. носы, муж. 1. Орган обоняния, находящийся на лице у человека и на морде у животных. Прямой нос. Нос с горбинкой. Вздернутый нос. У больной собаки горячий нос. 2. Передняя часть судна. Корабельный нос. Нос лодки. 3 …   Толковый словарь Ушакова

  • нос — броситься в нос, вздернуть нос, видеть не далее своего носа, водить за нос, высунуть нос, говорить в нос, говорить под нос, задирать нос, зарубить себе на носу, клевать носом, комар носу не подточит, лезть носом, наклеить нос, на носу, носом… …   Словарь синонимов

  • нос —   Нос к носу или носом к носу (разг. фам.) с кем чем, непосредственно, вплотную, один против другого.     Столкнуться с кем н. лицом к лицу.     Повстречали вдруг медведя носом к носу. Крылов.   Под носом (разг.) о находящемся, происходящем рядом …   Фразеологический словарь русского языка

  • НОС — НОС. Содержание: I. Сравнительная анатомия и эмбриология . . 577 II. Анатомия...................581 III. Физиология..................590 IV. Патология...................591 V. Общая оперативная хирургия носа.....609 Г. Сравнительная анатомия и… …   Большая медицинская энциклопедия

  • НОС — НОС, а ( у), о носе, в (на) носу, мн. ы, ов, муж. 1. Орган обоняния, находящийся на лице человека, на морде животного. Горбатый н. Римский н. (крупный, правильной формы нос с горбинкой). Из носу и из носу (носа). По носу и по носу. За нос и за… …   Толковый словарь Ожегова

  • Нос — состоит из наружного носа и полости носа. Наружный нос образован костно хрящевым скелетом, покрытым мышцами и кожей; хрящевая часть обеспечивает некоторую подвижность наружного носа. В толще кожи носа содержатся сальные железы, которых особенно… …   Первая медицинская помощь - популярная энциклопедия

  • НОС — натрийорганическое соединение НОС нестойкое органическое соединение НОС некоммерческое общество садоводов организация НОС Николаевский областной совет …   Словарь сокращений и аббревиатур

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»