Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

нож

  • 21 зазубрина

    θ.
    δοντιά•

    нож с -ами μαχαίρι δοντιασμένο.

    Большой русско-греческий словарь > зазубрина

  • 22 заткнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βουλώνω, ταπώνω, επιπωματίζω, κλείνω•

    заткнуть уши витой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι•

    заткнуть бутылку βουλώνω το μποκάλι.

    || χώνω, βάζω•

    заткнуть нож, пистолет за пояс βάζω το μαχαίρι, το πιστόλι στο ζωνάρι.

    εκφρ.
    заткнуть за пояс – βάζω κάτω (ξεπερνώ)•
    заткнуть рот (ή горло, глотку) кому – βουλώνω το στόμα κάποιου (αποστομώνω).
    1. βουλώνομαι, κλείνομαι.
    2. (απλ.) σωπαίνω•

    заткнись βούλωσ’ το (μη μιλάς).

    Большой русско-греческий словарь > заткнуть

  • 23 зубрить

    зубрю, зубришь
    ρ.δ.μ.
    1. φτιάχνω δόντια (σε εργαλείο κλπ.)• зубрить пилу φτιάχνω δόντια στο πριόνι.
    2. δοντιαζω, κάνω δοντιές•

    зубрить нож κάνω δοντιές στο μαχαίρι.

    зубрю, зубришь
    ρ.δ.
    παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν τον παπαγάλο.
    μαθαίνομαι παπαγαλιστί•

    -ятся уроки μαθαίνονται παπαγαλιστί τα μαθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > зубрить

  • 24 источить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. источенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λεπτύνω, φθείρω τροχίζοντας, τρώγω, σώνω•

    -нож σώνω το μαχαίρι τροχίζοντας το•

    источить брусок σώνω το ακόνι από το τρόχισμα.

    2. κατατρώγω, καταροκανίζω• κατατρυπώ•

    жук -ил мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα.

    λεπτύνομαι, φθείρομαι, σώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ.
    βλ. источать.

    Большой русско-греческий словарь > источить

  • 25 консервный

    επ.
    της κονσέρβας• από κονσέρβα•

    консервный нож μαχαίρι για άνοιγμα κονσερβών•

    -ая банка κονσερβοκούτι•

    -ая промышленность βιομηχανία κονσερβοποιίας•

    консервный завод εργοστάσιο κονσερβοποιίας.

    Большой русско-греческий словарь > консервный

  • 26 кухонный

    επ.
    μαγειρικός, του μαγειρείου•

    -нож μαχαίρι μαγειρείου•

    -ая посуда τα μαγειρικά σκεύη.

    εκφρ.
    - ая латынь – πλήθος (σωρεία) λαθών.

    Большой русско-греческий словарь > кухонный

  • 27 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 28 отточить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отточенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τροχίζω, ακονίζω, οξύνω•

    отточить нож τροχίζω το μαχαίρι•

    отточить карандаш οξύνω (ξύνω)το μολύβι.

    2. τελειώνω το τρόχισμα, το ακόνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > отточить

  • 29 перочинный

    επ. перочинный нож, ножик σουγιάς, -δάκι (για ξύσιΐο γραφίδων).

    Большой русско-греческий словарь > перочинный

  • 30 поварской

    επ.
    μαγειρικός•

    -ая шапка η σκούφια του μάγειρα•

    -ое искусство η μαγειρική τέχνη•

    поварской нож μαγειρικό μαχαίρι ή της κουζίνας•

    -йе принадлежности τα μαγειρικά σκεύη.

    Большой русско-греческий словарь > поварской

  • 31 притупить

    -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притупленный, βρ: -лен, -а, -о κ. притупленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. στομώνω•

    притупить топор στομώνω το τσεκούρι.

    2. μτφ. αμβλύνω, εξασθενίζω, αδυνατίζω•

    притупить память εξασθενίζω τη μνήμη.

    1. στομώνω, αμβλύνομαι•

    нож -лся το μαχαίρι στόμωσε.

    2. εξασθενίζω, αδυνατίζω.

    Большой русско-греческий словарь > притупить

  • 32 прозекторский

    επ.
    ανατομικός•

    прозекторский нож ανατομικό μαχαίρι, το νυστέρι.

    ουσ. θ. -ая ανατομείο.

    Большой русско-греческий словарь > прозекторский

  • 33 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 34 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 35 садануть

    ρ.σ. (απλ.) μπήγω, χώνω•

    садануть нож μπήγω το μαχαίρι.

    || μτφ. καταφέρω χτύπημα. || πυροβολώ. || (απρόσ.)• θα πέσει, θα κάνει, θα έχομε•

    завтра -нет мороз αύριο θα κάνει παγωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > садануть

  • 36 складень

    -дня α. (παλ. κ. διαλκ.) πτυσσόμενος•

    нож-складень ο σουγιάς•

    стул-складень κάθισμα πτυσσόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > складень

  • 37 складной

    επ., πτυσσόμενος•

    складной метр πτυσσόμενο μέτρο•

    складной нож ο σουγιάς.

    Большой русско-греческий словарь > складной

  • 38 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 39 спина

    -ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•

    согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•

    взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.

    εκφρ.
    за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•
    за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•
    сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•
    не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•
    на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•
    повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•
    прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•
    жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•
    выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•
    нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > спина

  • 40 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

См. также в других словарях:

  • нож — нож/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • НОЖ — а; м. 1. Инструмент для резания, состоящий из лезвия и ручки. Столовый нож. Перочинный нож. Удар ножом. Нарезать, отрезать ножом. Тупой, острый нож. Финский нож (короткий с широким лезвием, обычно носимый в ножнах). Приготовить, пустить под нож… …   Энциклопедический словарь

  • НОЖ — муж. ножик, ножичек; ножища; стальная, или наваренная сталью железная полоса, в черене, в колодке, для резанья. В ноже отличают: плашку или полосу, лист, и колодочку, черен; в плашке: лезо, лезвие, резь, острое ребро: обух, обушок, тупее, тупое,… …   Толковый словарь Даля

  • нож — без ножа зарезать, быть на ножах, приставать с ножом к горлу, приступать с ножом к горлу, тупым ножом резать. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. нож лезвие; чертилка, панга,… …   Словарь синонимов

  • нож — сущ., м., употр. часто Морфология: (нет) чего? ножа, чему? ножу, (вижу) что? нож, чем? ножом, о чём? о ноже; мн. что? ножи, (нет) чего? ножей, чему? ножам, (вижу) что? ножи, чем? ножами, о чём? о ножах 1. Нож это инструмент для резания, который… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Нож —     Нож снится к разлуке, ссорам и убыткам в делах.     Ржавый нож означает неудовлетворенность в семейных делах или разрыв с любимым человеком.     Острый и полированный нож предвещает грядущие тревоги, сломанный – крушение всех надежд.    … …   Большой универсальный сонник

  • НОЖ — НОЖ, ножа, муж. Инструмент для резания, состоящий из лезвия и ручки. Столовый нож. Перочинный нож. || Режущая часть разных инструментов. Нож в мясорубке. ❖ Быть на ножах с кем (разг.) враждовать. Под ножом (умереть; разг.) умереть во время… …   Толковый словарь Ушакова

  • нож —      Не только древнейший предмет столового прибора, но и наиболее древний инструмент человечества, появившийся не менее как за 50 тысяч лет до н.э. Дифференциация ножей для разных целей началась еще в первобытное время. В эпоху неолита ножи… …   Кулинарный словарь

  • нож — НОЖ, а, муж. 1. Предмет для резания, состоящий из лезвия и ручки, а также режущая часть инструментов. Охотничий, столовый, перочинный н. Разрезной н. (для разрезывания бумаги). Штыкн. Н. мясорубки. Н. резака. Н. в спину (также перен.:… …   Толковый словарь Ожегова

  • Нож — орудие для резания: металлич. полоса с острым краем, закрепленная в черенке ручке. Имеется много разновидностей Н., различающихся по форме и по функциям: столовый, с тупым закругленным лезвием; кухонный; мясницкий, с массивным лезвием; столярный… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

  • Нож — см. Оружие и орудия труда …   Библейская энциклопедия Брокгауза

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»