Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ноги+и+т

  • 81 раздробить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздробленный, βρ: - -лен, -лена, -лено κ. раздробленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, (δια)θρύπτω•

    стакан κάνω θρύψαλα το ποτήρι.

    || θραύω, σπάζω•

    пуля -ла ему кость правой ноги η σφαίρα του έκανε θρύψαλα το κόκκαλο του δεξιού ποδιού.

    || διασπώ, διαμελίζω, κατακομματιάζω.
    3. (μαθ.) μετατρέπω•

    раздробить метры в сантиметры μετατρέπω τα μέτρα σε εκατοστά (πόντους).

    1. σπάζω, θραύομαι, τεμαχίζομαι, κομματιάζομαι. || θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα.
    2. διαμελίζομαι, χωρίζομαι, κατατέμνομαι (σε τμήματα, ομάδες).

    Большой русско-греческий словарь > раздробить

  • 82 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

  • 83 растопырить

    -рго, -ришь
    ρ.σ.μ. ανοίγω•

    -пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    растопырить ноги ανοίγω τα πόδια•

    растопырить крылья ανοίγω τις φτερούγες.

    ανοίγω•

    -лись пальцы άνοιξαν τα δάχτυλα.

    Большой русско-греческий словарь > растопырить

  • 84 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 85 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 86 свесить

    свешу, свесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свешенный, βρ: -шен, -а, -о
    κρεμώ•

    свесить ковры с балкона κρεμώ τα χαλιά από το μπαλκόνι•

    свесить ноги κρεμώ (αιωρώ) τα πόδια.

    || κλίνω, γέρνω, κάμπτω• λυγίζω•

    свесить голову κρεμώ το κεφάλι•

    ива -ла ветви η ιτιά κρέμασε τα κλαδιά.

    κρεμιέμαι, κρέμομαι. || κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. свесить1); ζυγίζω, σταθμίζω.
    (απλ.) ζυγίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свесить

  • 87 слезать

    ρ.δ.
    1. βλ. слезть.
    2. (για ένδυμα, υπόδημα)• βγαίνω•

    ботинок не -ет с ноги το παπούτσι δε βγαίνει από το πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > слезать

  • 88 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 89 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 90 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 91 стуженый

    επ. (απλ.) παγωμένος, πολύ κρύος•

    -ые ноги παγωμένα πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > стуженый

  • 92 сухой

    επ., βρ: сух, -а, -о; суше.
    1. ξηρός• στεγνός•

    -йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•

    сухой порох στεγνή μπαρούτη•

    сухой хлеб ξηρό ψωμί•

    -йе глаза άκλαυτα μάτια•

    ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•

    -ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•

    -ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•

    сухой кашель ξερόβηχας•

    плеврит ξηρή πλευρίτιδα•

    -йе волосы στεγνά μαλλιά.

    2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•

    -ая малина ξηραμένα σμέουρα•

    -йе фрукты ξηραμένα φρούτα•

    -ие овощи ξηραμένα λαχανικά•

    -ое молоко γαλακτόσκονη.

    3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•

    сухие ноги τα κανιά•

    -ая рука ξερακιανό χέρι.

    4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.
    5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.
    6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•

    сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•
    сухой лд – ξηρός πάγος•
    - ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•
    сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•
    - им путм – δια ξηράς (μετάβαση).

    Большой русско-греческий словарь > сухой

  • 93 тащить

    тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ•

    тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•

    тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•

    тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.

    || βγάζω τραβώντας•

    тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.

    2. κουβαλώ• μεταφέρω•

    тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.

    || φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.
    3. οδηγώ•

    тащить за руку οδηγώ από το χέρι•

    тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.

    4. βγάζω, εξάγω•

    гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•

    тащить зуб βγάζω το δόντι•

    тащить занозу βγάζω την αγκίδα•

    тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.

    5. κλέβω.
    1. σύρομαι, σέρνομαι•

    подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.

    2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•

    он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.

    3. πηγαίνω, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > тащить

  • 94 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 95 упасть

    упаду, упадшь, παρλθ. χρ. упал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упавший κ. παλ. упадший
    ρ.σ.
    βλ. падать.
    εκφρ.
    упасть в ноги кому – πέφτω στα πόδια κάποιου (εκλιπαρώ).

    Большой русско-греческий словарь > упасть

  • 96 упереть

    упру, упршь, παρλθ. χρ. упр
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт
    -а, -о
    επιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.
    1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•

    упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•

    упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.

    2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•

    упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.
    4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).
    5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.
    1. στηρίζομαι, ακουμπώ•

    упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.

    2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•

    упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.
    4. επιμένω•

    старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).

    5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.
    εκφρ.
    упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά).

    Большой русско-греческий словарь > упереть

  • 97 устать

    устану, устанешь, προστκ. устань ρ.σ.
    1. κουράζομαι, αποσταίνω•

    ноги -ли от ходьбы τα πόδια κουράστηκαν από το βάδισμα.

    2. μτφ. χάνω την υπομονή, απαυδώ•

    я -ал надеяться и ждать κουράστηκα να ελπίζω και να περιμένω.

    Большой русско-греческий словарь > устать

  • 98 холодеть

    -ю, -еешь
    ρ.δ.
    1. κρυώνω, ψυχραίνω, γίνομαι πιο κρύος•

    водэ. -ет το νερό κρυώνει.

    2. μου περνά κρύο, ρίγος (από δυνατό αίσθημα)•

    он -л читая описание казни αυτού του περνούσε ρίγος όταν διάβαζε την περιγραφή της εκτέλεσης.

    || κρυώνω, παγώνω•

    холодеть руки и ноги у меня -еют τα χέρια και τα πόδια-μου παγώνουν.

    εκφρ.
    кровь -еет(в жилах) – παγώνει το αίμα στις φλέβες (από φρίκη, φόβο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > холодеть

См. также в других словарях:

  • Ноги М. — Ноги Марэсукэ 乃木希典 …   Википедия

  • Ноги — Ноги  атавизм  короткометражный комедийный фильм в жанре мокьюментари[1] режиссёра Михаила Местецкого, который был снят в рамках эксперимента, условия которого  минимум средств и лимит в 10 минут  предложил портал… …   Википедия

  • ноги — лапти, сматываем удочки, айда, уходим, шлепанцы, бежим, коньки, цирлы, обрезки, циркули, шасси, ласты Словарь русских синонимов. ноги сущ., кол во синонимов: 22 • айда (22) • …   Словарь синонимов

  • ноги — быстрые (Гоголь); деревянные (Олигер); злые (Андреев); короткие (Наживин, Новиков); круглобедрые (Фет); острые (Олигер); палкообразные (Чехов); резвые (Некрасов); тупо упрямые (Андреев); тщедущные (Григорович) Эпитеты литературной русской речи. М …   Словарь эпитетов

  • ноги — НОГИ, межд. Бежим, уходим, айда, сматываем удочки. Возм. из уг …   Словарь русского арго

  • НОГИ —     ♥ ♠ Собственные ноги. Видеть во сне свои ноги здоровыми и крепкими вам предстоит дальнее путешествие, связанное с преодолением трудностей, возможно, поход. Стоять устойчиво на обеих ногах сон обещает стабильное материальное положение, хорошую …   Большой семейный сонник

  • НОГИ —     Если во сне вы моете ноги – это предвещает увлекательное путешествие и заодно с ним непродолжительный любовный роман. Грязные ноги – знак ненасытности в любви и страсти. Опухшие или больные ноги предвещают наяву убытки от невыгодного… …   Сонник Мельникова

  • Ноги —     Если во сне Вам понравились стройные женские ноги, Вы потеряете рассудительность и в своем поведении с некоей очаровательной особой проявите недостойное легкомыслие.     Увидеть уродливые ноги – означает невыгодные занятия и раздражительных… …   Сонник Миллера

  • Ноги —     Стройные женские ноги, приснившиеся во сне, могут отнять у вас последние признаки рассудительности.     Приснились некрасивые ноги – избегайте невыгодных занятий и раздражительных друзей.     Раненая нога предвещает потери. Если вы увидели во …   Большой универсальный сонник

  • Ноги — (Исх.3:5 ). Снимать обувь с ног означало благоговение и уважение к месту, или лицу (Иез.29:17 ). Священники совершали службы Божии без наружной обуви; и в новейшие времена между восточными народами существует обычай входить в храм и к властелину… …   Библия. Ветхий и Новый заветы. Синодальный перевод. Библейская энциклопедия арх. Никифора.

  • Ноги Марэсукэ — 乃木 希典 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»