Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ни+с+места

  • 81 домогаться

    ρ.δ.
    επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι• αποβλέπω, εποφθαλμιώ•

    власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία•

    домогаться признания επιζητώ την αναγνώριση•

    домогаться повышение по службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία•

    он долго -лся этого места από καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση•

    домогаться известной должности εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα•

    -почестей επιζητώ τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > домогаться

  • 82 дослужить

    -ужу, -ужишь
    ρ.σ.
    υπηρετώ ως•

    дослужить до старости υπηρετώ ως τά γεράματα.

    || απομένει, υπολείπεται να υπηρετήσω.
    υπηρετώντας φτάνω ως•

    он -лся до места зав-дующего αυτός έφτασε ως το βαθμό του διευθυντή.

    Большой русско-греческий словарь > дослужить

  • 83 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 84 заветренный

    επ.
    απάνεμος, υπήνεμος, απάγκιος•

    -ые места απάνεμα μέρη.

    Большой русско-греческий словарь > заветренный

  • 85 залить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•

    река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.

    || μτφ. γεμίζω•

    толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•

    бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.

    || μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•

    залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.

    2. χύνω, λερώνω•

    залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.

    3. σβήνω με νερό•

    залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.

    4. ρίχνω•

    залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•

    фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•

    -смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.

    || (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.
    5. γεμίζω, πληρώ με•

    залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.

    εκφρ.
    залить горе ή тоскуκ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•

    луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.

    2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.
    3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > залить

  • 86 занятый

    επ. από μτχ.
    απασχολημένος•

    он очень занят αυτός είναι πολύ απασχολημένος•

    я ничем не занят είμαι ελεύθερος, δεν απασχολούμαι, με τίποτε•

    у меня руки -ы έχω τα χέρια πιασμένα•

    все места -ы όλες οι, θέσεις είναι πιασμένες•

    на предприятии -о 600 рабочих στην επιχείρηση απασχολούνται 600 εργάτες.

    Большой русско-греческий словарь > занятый

  • 87 занять

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. занять 2)
    δανείζομαι χρήματα.
    займу, займешь, παρλθ. χρ. занял,) -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω•

    книги -ли всю полку τα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.

    || πιάνω θέση•

    судьи -ли свой места οι δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους.

    || πιάνω υπηρεσιακή θέση•

    занять место секретаря πιάνω δου λειά γραμματικού.

    || παίρνω θέση σε αγώνισμα.
    2. κυριεύω•

    занять крепость κυριεύω φρούριο.

    3. απασχολώ, τρώγω (για χρόνο).
    4. απασχολώ, δίνω δουλεία. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. || προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρδίζω.
    εκφρ.
    дух (ή дыхание) заняло (занимает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή•
    занять оборону – πιάνω αμυντική γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > занять

  • 88 знакомый

    επ., βρ: -ком, -а, -о.
    1. γνωστός, γνώριμος•

    -ая мелодия γνωστή μελωδία•

    -ые места γνωστά μέρη•

    его лицо мне -о η φυσιογνωμία του μου είναι γνωστή•

    быть -ым λίγο τον γνωρίζω•

    его имя -ое το όνομα του μου είναι γνωστό•

    мы уже давно -мы εμείς από καιρό γνωριζόμαστε•

    скажи с кем ты -ом, а я скажу кто ты таков πες μου με ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.

    2. ως ουσ. γνωστός•

    у меня много -ых έχω πολλούς γνωστους.

    Большой русско-греческий словарь > знакомый

  • 89 карьер

    α.
    1. καλπασμός.
    2. βλ. карьера.
    εκφρ.
    с места в карьер – πάραυτα, παρευθϋς, αμέσως, στη στιγμή.
    α. λατομείο, νταμάρι.

    Большой русско-греческий словарь > карьер

  • 90 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 91 мокрый

    επ., βρ: мокр, мокра, мокро υγρός, νοτερός, μουσκεμένος, βρεγμένος. || βροχερός•

    погода -ая καιρός βροχερός.

    εκφρ.
    -ое место останется от кого; -го места не останется от кого – δε θα μείνει τίποτε (απειλή).

    Большой русско-греческий словарь > мокрый

  • 92 незнакомый

    επ., βρ: -ком, -а, -о
    άγνωστος• μη γνώριμος•

    незнакомый почерк άγνωστος γραφικός χαρακτήρας•

    -ые места άγνωστα μέρη•

    человек άγνωστος άνθρωπος•

    вы -ы с нашей жизнью εσείς δε γνωρίζετε τη ζωή μας•

    быть -ым είμαι άγνωστος•

    я -ом с нею εγώ δε γνωρίζομαι μ αυτήν•

    Большой русско-греческий словарь > незнакомый

  • 93 необжитой

    κ. необжитый
    επ., βρ: -жит, -а, -о
    ακατοίκητος•

    -ые места ακατοίκητα μέρη•

    необжитой дом ακατοίκητο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > необжитой

  • 94 нехоженый

    επ.
    απάτητος•

    нехоженый ые места απάτητα μέρη.

    Большой русско-греческий словарь > нехоженый

  • 95 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 96 обстоятельство

    ουδ.
    1. περίπτωση•

    отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•

    смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).

    2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•

    это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•

    при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•

    при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•

    по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•

    по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•

    ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.

    || σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•

    счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.

    3. (γραμμ.) προσδιορισμός•

    обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•

    обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•

    обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.

    εκφρ.
    смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•
    стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > обстоятельство

  • 97 оглянуть

    -яну, -янешь
    ρ.σ.
    βλ. оглядывать.
    1. στρέφω το κεφάλι να δω•

    -улся в последний раз на родные места έστρεψα το κεφάλι να δω για τελευταία φορά το γενέθλιο τόπο (τη γενέτειρα).

    2. περιβλέπω, κοιτάζω ολόγυρα.
    εκφρ.
    не успеешь, как... – δεν προκάνεις να κοιτάξεις, και να...

    Большой русско-греческий словарь > оглянуть

  • 98 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 99 окрестный

    επ. ο γύρω, ο πέριξ•

    -ые места τα γύρω μέρη (τόποι).

    || κοντινός, γειτονικός•

    мы с -ых деревень εμείς είμαστε από τα περίχωρα.

    Большой русско-греческий словарь > окрестный

  • 100 определение

    ουδ.
    1. καθορισμός, προσδιορισμός. || διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξεκαθάρισμα.
    2. ορισμός, διατύπωση.
    3. σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα.
    4. καθιέρωση. || χορήγηση, παροχή, δόσιμο. || προκαθορισμός.
    5. διορισμός, τοποθέτηση.
    6. (για συνθήκες περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός.
    7. απόφαση•

    -суда απόφαση δικαστηρίου.

    8. (γραμμ.) προσδιορισμός•

    определение времени, места, образа действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > определение

См. также в других словарях:

  • Места (река) — Места болг. Места, греч. Νέστος Река Места в Родопах Протекает по территории …   Википедия

  • Места (Нестос) — Места болг. Места, греч. Νέστος Река Места в Родопах Протекает по территории …   Википедия

  • Места (село в Болгарии) — Село Места Места Страна БолгарияБолгария …   Википедия

  • Места в сердце (фильм) — Места в сердце Places in the Heart Жанр драма Режиссёр …   Википедия

  • Места (значения) — Места: Места река в Болгарии и Греции (Нестос); Места (село, Болгария). Места объединение дворян овцеводов в Испании в 1273 1836 гг.; См. также Место …   Википедия

  • Места в сердце — Places in the Heart Жанр …   Википедия

  • Места погребения — отведенные в соответствии с этическими, санитарными и экологическими требования участки земли с сооружаемыми на них кладбищами для захоронения тел (останков) умерших, стенами скорби для захоронения урн с прахом умерших, крематориями и другими… …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • Места лишения свободы — МЕСТО, а, мн. места, мест, местам, ср. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Места общего пользования — МЕСТО, а, мн. места, мест, местам, ср. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Места не столь отдаленные — Выражение из российского законодательства до 1917 г., в котором это выражение фигурировало в качестве официального термина. По закону, ссылка в Сибирь была двух видов, что соответствовало более тяжелому и менее тяжелому виду наказания: первое… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Места, в которых нахождение несовершеннолетних не допускается — Места, в которых нахождение несовершеннолетних не допускается, места, нахождение в которых может причинить вред здоровью несовершеннолетних, их физическому, интеллектуальному, психическому, духовному и нравственному развитию, и общественные места …   Официальная терминология

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»