-
21 μάχη
η битва, сражение, бой; борьба;μάχη της σοδειβς — битва за хлеб (партизанское движение за спасение урожая от гитлеровцев);
τό πεδίο της μάχης — поле битвы;
μάχη σώμα προς σώμα — рукопашный бой;
δίνω μάχη — давать бой;
κερδίζω την μάχη — выиграть сражение;
κυριεύω με μάχη — взять с бою
-
22 συμβουλή
η1) совет, рекомендация; наставление;ιατρική συμβουλή — совет врача;
φιλική συμβουλή — дружеский совет;
ακούω την συμβουλή — прислушиваться к совету;
ακολουθώ τίς συμβουλές κάποιου — следовать чьйм-л. советам;
2) консультация;γραφείο συμβουλών — консультация (учреждение);
γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;
δίνω συμβουλή — консультировать, давать консультацию
-
23 подпись
-и θ.1. υπογραφή•бумаги пошли на подпись τα χαρτιά πήγαν για υπογραφή•
давать (дать) на подпись δίνω για υπογραφή•
он поставил свою подпись αυτός έβαλε την υπογραφή του•
приказ за подписью директора διαταγή με υπογραφή του διευθυντή•
подпись неразборчива η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη•
фальшивая подпись πλαστή υπογραφή.
2. επιγραφή κάτω από (κείμενο, εικόνα κ.τ.τ.). -
24 разрешение
-я ουδ.1. άδεια• έγκριση•покажите ваше разрешение δείξτε την άδεια σας•
разрешение на охотничье оружие άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου•
давать разрешение δίνω (χορηγώ) άδεια.
2. λύση, -ιμο•верное разрешение проблемы σωστή λύση τουπροβλήματος.
|| διακανονισμός, επίλυση•разрешение противоречий επίλυση των αντιθέσεων.
3. παλ. • απαλλαγή• ελευθέρωση. -
25 чай
чай 1чая (чаю), προθτ. в чае κ. в чаю α.1. το φυτό τσάι, τεία, θέα•куст чая θάμνος τσαγιού, τεϊόδεντρο.
2. τσάι, τα αποξηραμένα φύλλα του τείόδεντρου ηαθώζ και το ποτό αυτού. || υποκατάστατο τσαγιού(από διάφορα φύλλα, χόρτα).3. τεϊοποσία.εκφρ.чай да сахар; чай и сахар-- с сахаром – παλ. (λαϊκή ευχή στους πίνοντες τσάι)• καλό και γλυκό τσάι•гонять чай – πίνω πολύ ώρα τσάι•за чаем ή за чашку чая πίνοντας τσάι, κατάτην τεϊποσία•на чай давать (брать) – δίνω (παίρνω) πουρμπουάρ•на чай ή на чашку чая приглашать, звать – προσκαλώ, καλώ να πιούμετσάι.чай 2παρνθ. λ. με την αντων. я: я чай ίσως, μπορεί.(απλ.) πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα. || όμως, εν τούτοις.
- 1
- 2