Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

не+в+двора)

  • 1 ход

    ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
    * * *
    м
    1) η πορεία; η κίνηση ( движение)
    2) η εξέλιξη ( развитие)

    ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων

    в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων

    3) ( вход) η είσοδος

    ход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή

    4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση
    ••

    пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση

    Русско-греческий словарь > ход

  • 2 бокс

    I.
    1. (камера) о θάλαμος 2. (отсек скотного двора) το βουστάσιο, ο σταύλος (των βόων). II.
    (вид спорта) η πυγμαχία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бокс

  • 3 бункер

    1. мор. (топливная цистерна) η αποθήκη καυσίμων
    угольный - του άνθρακα, η ανθρακαποθήκη
    2. мор. (топливо) τα καύσιμα (για εφοδιασμό του πλοίου) 3. (для хранения сыпучих и кусковых материалов) η αποθήκη, το αμπάρι
    - для льда (в рефрижераторах) - με/για πάγο
    - для скрапа мет. - παλιοσίδηρων

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бункер

  • 4 скоция

    арх. η σκοτία. скрап τα παλιοσίδηρα, τα άχρηστα μέταλλα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скоция

  • 5 двор

    двор
    я
    1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:
    задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·
    2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:
    деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·
    3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω.

    Русско-новогреческий словарь > двор

  • 6 кол

    кол
    м ὁ πάσσαλος (в заборе) / τό παλούκι (заостренный)· ◊ посадить на \кол ἀνασκολοπίζω, παλουκώνω· ни \кола ни двора разг σάν τή καλαμιά στον κάμπο, παντέρημος.

    Русско-новогреческий словарь > кол

  • 7 очистка

    очи́стк||а
    ж
    1. τό καθάρισμα, ἡ ἐκκα-θάριση [-ις], τό πάστρεμα:
    \очистка двора τό καθάρισμα τής αὐλής·
    2. (овощей, фруктов) τό καθάρισμα, τό ξεφλούδισμα:
    \очистка семян τό καθάρισμα τῶν σπόρων
    3. тех. τό καθάρισμα, ἡ ἀπόσταξη [-ις], τό λαμ-πικάρισμα/ хим. ὁ καθαρισμός, ἡ διύλιση [-ις]· ◊ Для \очисткаи совести γιά νά ἔχω ήσυχη τήν συνείδηση μου.

    Русско-новогреческий словарь > очистка

  • 8 содержатель

    содержатель
    м уст.:
    \содержатель гостиницы ὁ ξενοδόχος· \содержатель постоялого двора ὁ χανι-τζής, ὁ λοκαντιέρης.

    Русско-новогреческий словарь > содержатель

  • 9 кол

    α.
    πάσσαλος, παλούκι. || μονάδα, ο κατώτατος σχολικός βαθμός.
    εκφρ.
    εξουδετερώνω, κάνω κάποιον ακίνδυνο•
    - ом стоить – ξυλιάζω, σκληρύνομαι•
    - ом стоить в горле – μου στέκεται στο λαιμό (για άσχημο φαγητό)•
    посадить на кол – παλουκλώνω, σουβλίζω•
    хоть на голове теши кому – (απλ.) έχει αγύριγο κεφάλι, είναι ισχυρογνώμονας.
    α.
    παλαιό μέτρο καλλιεργούμενης γης.
    εκφρ.
    ни -а ни двора – δεν έχω απολύτως τίποτε ή κανέναν είμαι παντέρημος.

    Большой русско-греческий словарь > кол

  • 10 потурить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) διώχνω, εκδιώκω•

    потурить из двора διώχνω από την αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > потурить

  • 11 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 12 согнать

    сгоню, сгонишь, παρλθ. χρ. согнанный, βρ: -гнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. διώχνω, εκδιώκω•

    согнать с квартиры διώχνω από το διαμέρισμα•

    согнать со двора διώχνω από την αυλή•

    согнать с работы διώχνω από τη δουλειά.

    || προγκίζω•

    согнать муху διώχνω τη μύγα.

    2. εξαλείφω, απαλείφω• βγάζω•

    согнать веснушки εξαλείφω τις πανάδες.

    || εξαφανίζω.
    3. κατευθύνω, στέλλω με το ρεύμα του ποταμού.
    4. συγκεντρώνω, σαλαγώ•

    согнать стадо на опушку μαζεύω το κοπάδι στο ξέφωτο (δάσους).

    εκφρ.
    согнать вес – ελαττώνω το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > согнать

  • 13 содержатель

    α. -ница, -ы θ.
    κάτοχος, νοικοκύρης, ιδιοκτήτης, -τρια•

    содержатель гостиницы ο ξενοδόχος•

    содержатель ресторана ο εστιάτορας•

    трактира ο κάπελας, ο ταβερνιάρης•

    содержатель постоялого двора ο πανδοχέας.

    || ο αγαπητικός της σπιτωμένης.

    Большой русско-греческий словарь > содержатель

  • 14 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

См. также в других словарях:

  • Двора (имя) — Двора от древнееврейского имени דְבוֹרָה (Девора)  «пчела». В Ветхом Завете Дебора (русский синодальный перевод  Девора)  еврейская пророчица, вдохновительница войны против ханаанейского царя Явина. На идише имя Девора звучит как… …   Википедия

  • Двора — пчела , пророчица . Время возникновения: Танах. (очень распространенное). Женские еврейские имена. Словарь значений …   Словарь личных имен

  • ёдвора — [يادواره] чорабинӣ ё маросиме, ки ба ёди касе ё чизе баргузор мешавад …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • Министерство Императорского Двора — I учреждено 22 августа 1826 г. под названием М. Императорского Двора и уделов и объединило все части придворного управления, вне контроля сената или какого бы то ни было другого высшего установления. Министр Двора состоял и состоит под… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Министерство Императорского Двора — Министерство Императорского Двора  государственный орган Российской империи, учреждено 22 августа (3 сентября) 1826 года под названием «Министерство Императорского Двора и уделов». Со свержением монархии министерство потеряло… …   Википедия

  • Министерство Императорского Двора и уделов — Министерство Императорского Двора государственный орган Российской империи, учреждено 22 августа (3 сентября) 1826 года под названием «Министерство Императорского Двора и уделов». Со свержением монархии министерство потеряло основной смысл… …   Википедия

  • Министр Императорского двора — Министерство Императорского Двора государственный орган Российской империи, учреждено 22 августа (3 сентября) 1826 года под названием «Министерство Императорского Двора и уделов». Со свержением монархии министерство потеряло основной смысл… …   Википедия

  • Министр Императорского двора и уделов — Министерство Императорского Двора государственный орган Российской империи, учреждено 22 августа (3 сентября) 1826 года под названием «Министерство Императорского Двора и уделов». Со свержением монархии министерство потеряло основной смысл… …   Википедия

  • Поставщик Двора Его Императорского Величества — …   Википедия

  • Управление Императорского двора Японии — Управления Императорского двора Японии 宮内庁, くないちょう …   Википедия

  • Волшебники двора — Жанр Поп Годы с 1989 по настоящее время Страна …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»