Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

нет

  • 101 мякнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. мяк
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. μαλακώνω•

    сухарь -нет в молоке η φρυγανιά μαλακώνει μέσα στο γάλα.

    || γίνομαι ήπιος•

    он -нет от одного лаского слова αυτός μαλακώνει μ ένα καλό λόγο,

    2. αδυνατίζω, χαλαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > мякнуть

  • 102 никакой

    αντων. αρνητ.
    1. κανένας, ουδένας, μηδένας•

    нет- -ого сомнения καμιά απολύτως αμφιβολία (δεν υπάρχει)•

    не имеешь -ого права δεν έχεις κανένα δικαίωμα•

    нет -ой на-джды δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•

    -им образом με κανένα τρόπο, κατ ουδένα τρόπο.

    2. καθόλου, τελείως όχι•

    никакой он не учный, а писатель δεν είναι καθόλου επιστήμονας, είναι συγγραφέας.

    3. άχρηστος, τιποτένιος•

    родители хорошие, а ты никакой οι γονείς είναι καλοί, όμως εσύ τίποτε (χαμένο κορμί).

    εκφρ.
    без -их! и (более) -их! – αναντίρρητα!

    Большой русско-греческий словарь > никакой

  • 103 помин

    α. (παλ. κ. απλ.) ανάμνηση• η μνεία:
    εκφρ.
    и -а (помину) нет – α) ούτε λόγος (κουβέντα, μνεία) δεν έγινε, β) ούτε λόγος να γίνεται•
    и в -е нет – ούτε σημάδι (δείγμα) (που να θυμίζει κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > помин

  • 104 пухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пухнул κ. пух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пухнувший κ. пухший
    ρ.δ.
    φουσκώνω, πρήζομαι•

    у меня рука -нет το χέρι μου πρήζεται.

    εκφρ.
    голова -нет – ζαλίζεται το κεφάλι (από εντατική πνευματική εργασία, πλήθος εντυπώσεων κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > пухнуть

  • 105 резон

    α.
    λόγος, αιτία•

    нет никакого -а так сделать δεν υπάρχει κανένας, λόγος να γίνει έτσι•

    нет -а говорить так δεν υπάρχει, λόγος να μιλάς έτσι.

    || πλθ
    επιχειρήματα, συλλογισμοί.

    Большой русско-греческий словарь > резон

  • 106 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 107 то

    то 1
    σύνδ. πότε, μια•

    то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•

    то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•

    она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.

    || με τα μόρια•

    не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•

    не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.

    εκφρ.
    а тоβλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•
    вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.
    то 2
    βλ. тот.
    то 3
    (μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•

    если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > то

  • 108 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 109 угомон

    α.
    ησυχία•

    от шалунов -у нет από τα άταχτα παιδιά ησυχία δε θα βρεις•

    -возьми ησύχασε, κάνε ησυχία•

    нет -у δεν υπάρχει ησυχία.

    || ανάπαυση, ξεκούραση•

    работает и -у не знает δουλεύει και ποτέ δεν ξεκουράζεται,.

    Большой русско-греческий словарь > угомон

  • 110 отсутствие

    1. (ненахождение кого-л. в данный момент в каком-л. месте) η απουσία 2. (состояние, положение, когда нет в наличии) η έλλειψη, η ανυπαρξία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсутствие

  • 111 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 112 вовсе

    вовсе
    нареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:
    \вовсе ие... καθόλου δέν...· \вовсе» нет κάθε ἀλλο.

    Русско-новогреческий словарь > вовсе

  • 113 возражение

    возражение
    с ἡ ἀντίρρηση [-ις], ἡ ἀν-τιλογία, ἡ ἀντιγνωμία, ἡ διαφωνία:
    без \возражениеий! χωρίς ἀντιλογία!, χωρίς ἀντιρρήσεις!· \возражениеий нет? ἔχει κανείς ἀντίρρηση;

    Русско-новогреческий словарь > возражение

  • 114 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 115 выход

    выход
    м
    1. (действие) ἡ ἔξοδος, ἡ ἐξέλευση/ ἡ ἐμφάνιση [-ις], ἡ ἔκδοση [-ις], ἡ δημοσίευση [-ις] (книги и· т. п.):\выход актера ἡ ἐμφάνιση στή σκηνή·
    2. (место выхода) ἡ ἐξοδος:
    запасной \выход ἡ ἔξοδος κινδύνου·
    3. перен ἡ διέξοδος:
    \выход из положения ἡ διέξοδος· другого \выхода нет ἄλλη διέξοδος δέν ὑπάρχει· дать \выход чувству δίνω διέξοδο στό αίσθημα, ἀφήνω νά ξεσπάσει τό αίσθημα· ◊ знать все ходы и \выходы ξέρω ὀλες τίς τρύπες.

    Русско-новогреческий словарь > выход

  • 116 гран

    гран
    м:
    в этом нет ни \грана истины σ'αύτό δέν ὑπάρχει οὔτε ίχνος ἀλήθειας.

    Русско-новогреческий словарь > гран

  • 117 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 118 до

    до I
    предлог с род. п.
    1. ὠς, ἐως:
    от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·
    2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:
    до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν
    3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:
    до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·
    4. (при указании степени чего-л.):
    я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·
    5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:
    жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.
    до II
    с нескл. муз. τό ντό.

    Русско-новогреческий словарь > до

  • 119 добро

    добр||о I
    \ с
    1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·
    2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.
    добро́ II
    нареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε!

    Русско-новогреческий словарь > добро

  • 120 дома

    до́ма
    нареч στό σπίτι, κατ' οίκον:
    сидеть \дома μένω στό σπίτι, δέν βγαίνω ἀπ· τό σπίτι· его́ нет \дома δέν εἶναι στό σπίτι· чу́вствовать себя как \дома νοιώθω σάν στό σπίτι μου· ◊ у него не все \дома разг τά ἔχει χαμένα, τοῦχει στρίψει λιγάκι.

    Русско-новогреческий словарь > дома

См. также в других словарях:

  • нет бы — нет бы …   Орфографический словарь-справочник

  • нет да — нет да …   Орфографический словарь-справочник

  • нет-с — нет с …   Орфографический словарь-справочник

  • нет — нет …   Русский орфографический словарь

  • нет — нет …   Морфемно-орфографический словарь

  • нет — Несть, недостает, отсутствует, не имеется, и в помине (заводе) нет; вышли, перевелись, пропали. Его нет, он в отсутствии, в отлучке, блистает своим отсутствием. Его и след простыл; ни слуху, ни духу, пропал, да и только; как не бывало. Налицо… …   Словарь синонимов

  • нет — I. частица. 1. Употр. как отрицательный ответ на вопрос или как выражение несогласия (может выступать в качестве предложения; противоп.: да). Есть будешь? Нет. Вы поедете на симпозиум? Нет. Садитесь, пожалуйста. Нет, нет, спасибо. // Внутри речи… …   Энциклопедический словарь

  • нет — сказ., употр. наиб. часто 1. Если у кого либо нет кого либо или чего либо, значит, он этого не имеет. Совсем нет у нас времени. | Денег нет. | У меня нет комплексов. 2. Если кого либо или чего либо нет где либо, значит, этот человек или объект… …   Толковый словарь Дмитриева

  • НЕТ — 1. частица. Употр. при отрицательном ответе на вопрос. Мы остаёмся? Н. Н., не согласен. Решительное, категорическое «нет» (решительный отказ). 2. в знач. сказ., кого (чего). Не имеется в наличии, отсутствует, не существует. Н. сомнений. Н. денег …   Толковый словарь Ожегова

  • НЕТ — гл., безл. от слав. нест, не есть; прош. вр. не было: буд. вр. не будет; не имеется, недостает, отсутствует. У меня нет денег. Летом нет снегу. Нет у Бога немилости. Есть, словцо как мед сладко; нет, словцо что полынь горько! На нет и суда нет. | …   Толковый словарь Даля

  • нет —   Нет и нет или нет да нет или нет как нет (кого чего;разг.) не имеется налицо, не существует вовсе, употребляется для большей выразительности.     Но день протек, и нет ответа, другой настал: все нет как нет. А. Пушкин.   Нет того, чтобы (разг.) …   Фразеологический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»