-
1 спина
-ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•
взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.
εκφρ.за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον.