-
1 опускаться
опускать||ся1. κατεβαίνω, πέφτω (о тумане, занавесе и т. п.)/ χαμηλώνω (άμετ.) (о голове)/ καθιζάνω (о почве)/ βυθίζομαι (в кресло)/ κάθομαι (о птице,) бабочке и т. п.):\опускатьсяся на колени γόνατίζω, γονοπετώ·2. (понижаться, спускаться) κατεβαίνω·3. перен ξεπέφτω, πέφτω ἡθικά· ◊ ру́ки у меня опускаются μοῦ παράλυσαν τά χέρια, ἔχασα τό κουράγιο μου. -
2 становиться
стан||овитьсянесов1. (вставать, занимать место) στέκομαι:\становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·2. (располагаться):\становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·3. (делаться) γίνομαι:\становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία. -
3 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
4 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
5 колено
-а ουδ.1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•разбить колено σπάζω το γόνατο•
стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•
опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•
ползать на -ях έρπω στα γόνατα•
посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.
2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•колено реки αγκώνας του ποταμού•
колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.
3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.5. γενεαλογική διακλάδωση.εκφρ.поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου). -
6 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας. -
7 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
8 подогнуть
ρ.σ.μ.1. (ανα)διπλώνω•подогнуть край листа διπλώνω την άκρη του φύλλου.
2. λυγίζω, κάμπτω ελαφρά• βάζω αποκάτω, μαζεύω•ноги μαζεύω τα πόδια•
прыгун -ул колени ο άλτης λύγισε λίγο τα γόνατα.
1. (ανα)-διπλώνομαι,2. κάμπτομαι, λυγίζω ελαφρά. -
9 приподнять
ρ.σ.μ.1. ανασηκώνω•приподнять больного на постели ανασηκώνω τον άρρωστο στο κρεβάτι•
приподнять голову ανασηκώνω το κεφάλι.
2. μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, διεγείρω. || ανυψώνω, εξυψώνω, ανεβάζω.ανασηκώνομαι•приподнять на колени ανασηκώνομαι στα γόνατα.
-
10 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
11 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.
См. также в других словарях:
КОЛЕНИ — Если во сне вы опустились на колени перед кем то – значит, наяву вам предстоит встреча с этим человеком, в ходе которой вам придется о чем то его попросить. Ползать на коленях, собирая что то на земле или на полу, означает вашу растерянность… … Сонник Мельникова
КОЛЕНИ — ♠ Несчастливое предзнаменование. Стоять на коленях к унижению. Подгибаются колени напряжение последних дней приведет к обострению хронического заболевания. Любоваться коленями напрасное ожидание взаимности, внимание противоположного пола к… … Большой семейный сонник
Колени (Коленопреклонение) — Олицетворяют производительную силу, живучесть. Посадить кого то на колено означало признание отцовства. Это символ усыновления и материнской заботы. Преклонить колени означает отдать должное человеку более высокого положения, умолять о чем то,… … Словарь символов
Колени — 1) коленопреклон. поза выражала мольбу (4Цар 1:13; Мф 17:14; Мк 1:40), почитание (Мк 10:17; в т.ч. и проявляемое как насмешка, как это было во время бичевания Иисуса: Мф 27:29; Мк 15:19) или поклонение (2Пар 6:13; Езд 9:5; Пс 94:6). Отказ… … Библейская энциклопедия Брокгауза
колени преклонять — кражи в церкви … Воровской жаргон
Колени — Сон, в котором вы сидите у кого то на коленях, означает безопасность при нежелательных встречах. Если молодой девушке снится, что она держит кого то на коленях, – ей следует приготовиться к резкому осуждению со стороны окружающих. Змея,… … Большой универсальный сонник
Колени — Увидеть кого то сидящим на коленях – означает приятную безопасность от нежелательных встреч. Если молодая девушка видит во сне, что она держит кого то на коленях, она подвергнется резкому осуждению. Если она увидит на своих коленях… … Сонник Миллера
ПРЕКЛОНИТЬ КОЛЕНИ — кто [перед кем, перед чем] Выражать глубочайшее уважение, почтение, восхищение. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) испытывает чувство благоговения, почтительности, основанное на признании значительных, выдающихся достоинств, заслуг,… … Фразеологический словарь русского языка
ПРЕКЛОНЯТЬ КОЛЕНИ — кто [перед кем, перед чем] Выражать глубочайшее уважение, почтение, восхищение. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) испытывает чувство благоговения, почтительности, основанное на признании значительных, выдающихся достоинств, заслуг,… … Фразеологический словарь русского языка
встать на колени — предаться власти, согнуться, смириться, поклониться, склонить голову, стать на колени, выполнить волю, ударить челом, отдаться во власть, повиноваться, попросить, отдаться власти, воздать почести, пасть к ногам, пасть на колени, оказать почести,… … Словарь синонимов
вставший на колени — прил., кол во синонимов: 26 • воздавший почести (9) • вставший на колено (7) • … Словарь синонимов