-
1 натуральный
натуральный в рази. знач. φυσικός· γνήσιος (без примеси)' \натуральный шёлк το φυσικό μετάξι· в \натуральныйую величину σε φυσικό μέγεθος* * *в рази. знач.φυσικός; γνήσιος ( без примеси)натура́льншёлк — το φυσικό μετάξι
в натура́льную величину́ — σε φυσικό μέγεθος
-
2 натуральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. φυσικός•натуральный цвет φυσικό χρώμα•
в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•
-ые богатства ο φυσικός πλούτος•
-ая история φυσική ιστορία.
2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•натуральный мд φυσικό μέλι•
натуральный шлк φυσικό μετάξι.
3. απροσποίητος•натуральный смех φυσικό γέλιο•
натуральный голос φυσική φωνή.
4. σε είδος, σε προϊόν•натуральный налог φόρος σε είδος•
натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•
-ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).
εκφρ.натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή. -
3 натуральный
натура́льн||ыйприл в разн. знач. φυσικός:в \натуральныйую величину́ σέ φυσικό μέγεθος· \натуральныйое хозяйство ἡ φυσική οἰκονομία -
4 каучук
το καουτσούκ (ξεν.)листовой - σε έλασμα/φύλλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каучук
-
5 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт
-
6 шёлк
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шёлк
-
7 шёлк
-а (шёлку), προθτ. в шлке κ. в шелку, πλθ. шелка а.το μετάξι•шёлк-сырец ακατέργαστο μετάξι•
натуральный шёлк φυσικό ή ζωικό μετάξι•
искусственный шёлк τεχνητό ή φυτικό μετάξι•
платье из -а φόρεμα μεταξωτά•
одеты в -а ντυμένοι στα μεταξωτά•
в долгу как в -у παρμ. χρεωμένος ως το λαιμό.
|| μτφ. κάθε είδος μεταξοειδές (λείο κ. μαλακό). || μτφ. καλοκάγαθος, χρηστός, ευήθης, μαλακός (για χαρακτήρα).