Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

наконец-то!

  • 1 наконец

    наконец
    1. нареч ἐπί τέλους, τέλος πάντων:
    \наконецто он пришел! ἐπί τέλους ήρθε!·
    2. нареч (в заключение) τέλος, τελικά·
    3. вводн. ел.:
    что же, \наконец, это значит? τί σημαίνει ἐπί τέλους αὐτό;

    Русско-новогреческий словарь > наконец

  • 2 наконец

    наконец επιτέλους, στο τέλος, τελικά
    * * *
    επιτέλους, στο τέλος, τελικά

    Русско-греческий словарь > наконец

  • 3 наконец

    επίρ. κ. παρνθ. λ.
    1. τελικά, στο τέλος, στα τελευταία.
    2. επιτέλους, τέλος πάντων (για ικανοποίηση, αγανάκτηση, ανυπομονησία κ.τ.τ.) уйти же ты наконец φύγε επι τέλους•

    он догадался наконец επί τέλους το μάντεψε —то я увидел тебя επί τέλους σε είδα.

    Большой русско-греческий словарь > наконец

  • 4 наконец

    [νακανιέτς] επίρ. επιτέλους

    Русско-греческий новый словарь > наконец

  • 5 наконец

    [νακανιέτς] επίρ επιτέλους

    Русско-эллинский словарь > наконец

  • 6 дождаться

    дожд||а́ться
    сов
    1. см. дожидаться· он \дождатьсяалея, наконец, письма ἐπί τέλους πήρε γράμμα· жду не дождусь περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    2. (при угрозе, предупреждении) разг:
    он \дождатьсяется того́, что полу́чит замечание θά φτάσει στό σημείο νά τόν κάνουν παρατήρηση.

    Русско-новогреческий словарь > дождаться

  • 7 угомониться

    угомонить||ся
    разг ἡσυχάζω (άμετ.), καλμάρω (άμετ.):
    дети, наконец, угомонились τά παίδιά ἐπί τέλους ἡσύχασαν.

    Русско-новогреческий словарь > угомониться

  • 8 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 9 добиться

    -бьюсь, -бьшься
    ρ.σ.
    πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•

    наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•

    она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).

    || εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•

    к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.

    εκφρ.
    не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•
    не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > добиться

  • 10 добраться

    -берусь, -бершься, παρλθ. χρ. -брался, -лась, -лось к. -лось ρ.σ.
    1. φτάνω, κατορθώνω να φτάσω, φτάνω με δυσκολία•

    -до дома κατορθώνω νά φτάσω ως το σπίτι•

    мы не могли добраться до вершины горы δεν μπορέσαμε ν' ανεβούμε ως την κορυφή του βουνού•

    наконец -лись до истины (μτφ.) επιτέλους φτάσαμε ως την αλήθεια•

    2. (απλ.) λογαριάζομαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς•

    погоди, я доберусь до тебя περίμενε, θα λογαριαστούμε.

    Большой русско-греческий словарь > добраться

  • 11 доискаться

    -ищусь, -ищешься
    ρ.σ. (με αιτ.)
    1. εξευρίσκω, ανακαλύπτω, ξετρυπώνω.
    2. εξακριβώνω, βρίσκω•

    наконец-то я -лся в каком году это было επιτέλους εξακρίβωσα ποιο χρόνο έγινε αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > доискаться

  • 12 дорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. дорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.;.дорванный, βρ: -ван, -а, к. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κατασχίζω• κατακόβω• καταξεριζώνω.
    2. καταφθείρω, καταρακώνω.
    1. (για ενδύματα, υποδήματα) καταξεσχίζομαι, καταραπώνομαι.
    2. (απλ.) ρίχνομαι, πέφτω με τα μούτρα, μπαίνω με ζήλο, στρώνομαι για καλά•

    он -лся наконец до еды αυτός επιτέλους στρώθηκε για καλά στο φαι.

    Большой русско-греческий словарь > дорвать

  • 13 досчитать

    ρ.σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώνω τη μέτρηση• μετρώ ως.
    βρίσκω το λάθος λογαριάζοντας•

    долго я не мог досчитать пяти рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να βρω, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογαριασμό• επιτέλους βρήκα γιατί•

    я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογαριασμό δυο ρούβλια•

    (για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω•

    после столкновения не-лись нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα.

    Большой русско-греческий словарь > досчитать

  • 14 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 15 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

См. также в других словарях:

  • наконец-то — наконец то …   Орфографический словарь-справочник

  • НАКОНЕЦ — НАКОНЕЦ, нареч. 1. После всего, под конец, напоследок, в конце концов. «Давал три бала ежегодно и промотался наконец.» Пушкин. 2. В знач. перечислительного союза употр. для присоединения последнего слова или предложения при перечислении (иногда с …   Толковый словарь Ушакова

  • наконец — Напоследок, в конце концов, под конец, к концу. Наконец то ты пришел! // Я вам говорю напоследях, перед разлукой: вы прелесть . Тург... Ср. . См …   Словарь синонимов

  • НАКОНЕЦ — 1. нареч. В конце чего н. длившегося, продолжавшегося, в конечном итоге. Долго говорил и н. замолчал. Догадался н. 2. вводн. Выражает выбор, что н. возможное и допускаемое в ряду других, прочих. Можно было написать, прийти, н., позвонить. 3.… …   Толковый словарь Ожегова

  • наконец —   Наконец то! восклицание для выражения радости, удовольствия вследствие появления или осуществления чего н. долго ожидаемого.     Наконец то я увидел тебя! Наконец то! а я уж думал, что ты совсем не придешь …   Фразеологический словарь русского языка

  • наконец — наконец, нареч. (догадался наконец, но сущ. на конец: на конец поля) …   Орфографический словарь-справочник

  • Наконец-то! — НАКОНЕ . Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • наконец-то — нареч, кол во синонимов: 3 • йес (5) • насилу (20) • пошло говно по трубам (4) …   Словарь синонимов

  • наконец — I. нареч. После всего, в конце всего, напоследок. Он долго молчал, наконец заговорил. Я прислушался и наконец услышал стук. Ребёнок наконец уснул. // В итоге, в результате. Мы долго гуляли, наконец устали и пошли домой. * Долгами жил его отец,… …   Энциклопедический словарь

  • наконец — наречие и вводное слово 1. Наречие. То же, что «в конечном итоге, после всего, напоследок, под конец, в результате всего». Не требует постановки знаков препинания. ...Казалось, дорога вела на небо, потому что, сколько глаз мог разглядеть, она все …   Словарь-справочник по пунктуации

  • наконец — 1. нареч. а) После всего, в конце всего, напоследок. Он долго молчал, наконец заговорил. Я прислушался и наконец услышал стук. Ребёнок наконец уснул. б) отт. В итоге, в результате. Мы долго гуляли, наконец устали и пошли домой. 2. в зн. союза. в… …   Словарь многих выражений

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»