Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

наказания

  • 1 мера

    мер||а
    ж
    1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:
    \мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·
    2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:
    чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·
    3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:
    решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον.

    Русско-новогреческий словарь > мера

  • 2 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 3 высший

    высш||ий
    прил ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):
    \высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή.

    Русско-новогреческий словарь > высший

  • 4 замена

    замен||а
    ж
    1. (действие) ἡ ἀντικατάσταση [-ις], ἡ ὑποκατάσταση [-ις]:
    \замена наказания ἡ μετατροπή ποινής·
    2. (тот, кто или то, что заменяет) ὁ ἀντικαταστάτης, ὁ ἀναπληρωτής:
    служить \заменаой ἀντικαθιστώ, ἀναπληρώνω.

    Русско-новогреческий словарь > замена

  • 5 отбывание

    отбыва||ние
    с (наказания и т. п.) ἡ ίκτιση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > отбывание

  • 6 смягчение

    смягч||ение
    с
    1. τό μαλάκωμα·
    2. (уменьшение) ἡ (κατα)πράϋνση [-ις] (боли)/ ἡ μετρίαση [-ις] (удара)/ ἡ ἐλάφρυνση [-ις] (вины)/ ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μετρίαση [-ις] ποινής (наказания):
    \смягчение международной напряженности ἡ δφεση τής διεθνοῦς ἔντα-σης·
    3. лингв. τό μαλάκωμα.

    Русско-новогреческий словарь > смягчение

  • 7 телесный

    телесн||ый
    прил σωματικός:
    \телесныйые наказания οἱ σωματικές ποινές;

    Русско-новогреческий словарь > телесный

  • 8 высший

    -ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.
    1. ανώτατος, υπέρτατος•

    -ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•

    -командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•

    -ее начальство η ανώτατη διοίκηση•

    -ая точка το ανώτατο σημείο•

    -ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•

    -ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

    2. ανώτερος•

    -ее образование ανώτερη μόρφωση•

    -ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•

    -ая школа ανώτερη σχολή•

    -ее качество ανώτερη ποιότητα.

    εκφρ.
    высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•
    - ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•
    - ее общество – η ανώτερη κοινωνία•
    в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > высший

  • 9 достойный

    επ., βρ: -бин, -бина, -бино.
    1. άξιος (καλού ή κακού)•

    достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•

    достойный наказания άξιος τιμωρίας•

    уважения αξιοσέβαστος•

    достойный осуждения αξιοκατάκριτος.

    2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•

    -ая кара δίκαια τιμωρία.

    3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.
    4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός.

    Большой русско-греческий словарь > достойный

  • 10 замена

    -и в.
    1. αντικατάσταση• αναπλήρωση• αλλαγή•

    замена одного спектакля другим αντικατάσταση ενός θεάματος με άλλο.

    || μετατροπή•

    замена наказания μετατροπή της ποινής.

    2. αντικαταστάτης• αναπληρωτής•

    найти -у для кого βρίσκω αντικαταστάτη κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > замена

  • 11 избегать

    ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•

    -ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.

    1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.
    2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.
    ρ.δ.
    1. αποφεύγγώ•

    он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•

    они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•

    избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω•

    избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•

    опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > избегать

  • 12 отбывание

    ουδ.
    έκτιση•

    отбывание наказания έκτιση ποινής φυλάκισης.

    Большой русско-греческий словарь > отбывание

  • 13 отбыть

    -буду, -будешь, παρλθ. χρ. отбыл
    -ла, -ло, προστκ. отбудь
    ρ.σ.
    1. αναχωρώ, ξεκινώ• φεύγω•

    он отбыл к месту назначения αυτός έφυγε για τον τόπο του προορισμού.

    2. εκτίνω• υπηρετώ•

    отбыть срок наказания εκτινω το χρόνο της ποινής•

    отбыть повиность υπηρετώ τη θητεία.

    3. παλ. διαφεύγω, ξεφεύγω•

    сколько ни жить, а смерти не отбыть παρμ. όσο και να ζήσεις, το θάνατο δε θα τον αποφύγεις.

    Большой русско-греческий словарь > отбыть

  • 14 отменить

    -еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    καταργώ ακυρώνω αίρω•

    отменить частную собственность на средства производства καταργώ την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής•

    отменить карточную систему καταργώ το σύστημα διανομής με δελτίο•

    отменить телесные наказания καταργώ τις σωματικές ποινές (τιμωρίες).

    || ανακαλώ•

    отменить приказание ανακαλώ διαταγή.

    || αναβάλλω•

    отменить спектакль αναβάλλω το θέαμα.

    Большой русско-греческий словарь > отменить

  • 15 присмиреть

    ρ.σ. καθησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, καταλαγιάζω, καλμάρω σιγώ, κάθομαι φρόνιμα•

    море -ло η θάλασσα γαλήνευσε•

    шалун -ел после наказания το άταχτο παιδί ηρέμησε μετά την τιμωρία.

    Большой русско-греческий словарь > присмиреть

  • 16 страх

    -а (-у) α.
    ο φόβος, το δέος•

    наказания ο φόβος της τιμωρίας•

    страх смерти ο φόβος του θανάτου•

    дрожить от -а τρέμω από φόβο•

    наводить страх εμβάλλω φόβο, εμφοβώ•

    вне-залный страх ξαφνικός φόβος.

    || ως κατηγ. είναι φοβερό. || ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ• δυνατά.
    εκφρ.
    в -е держать – κρατώ με το φόβο•
    в -е воспитать – διαπαιδαγωγώ με το φόβο•
    на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) – υπ ευθύνη μου•
    под -ом – κάτω από το φόβο.

    Большой русско-греческий словарь > страх

  • 17 телесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. (φυσ. κ. μαθ.) σωματικός, του σώματος.
    2. του ανθρώπινου σώματος•

    -ые наказания σωματικές τιμωρίες.

    3. υλικός•

    телесный мир ο υλικός κόσμος.

    || σαρκικός• σαρκώδης.

    Большой русско-греческий словарь > телесный

  • 18 трусить

    тру/ сить 1
    трушу, трусишь
    ρ.δ.
    δειλιάζω, φοβούμαι, κιοτεύω, λιγοψυχώ. || φοβούμαι•

    трусить наказания φοβούμαι τις τιμωρίες.

    труси/ть 2
    трушу, трусишь
    ρ.δ.μ. (απλ.) τινάζω, σείω•

    трусить муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι•

    трусить груши τινάζω τα αχλάδια (από την αχλαδιά).

    1. τινάζομαι, σείομαι.
    2. τρέμω (από το κρύο, φόβο κ.τ.τ.).
    труси/ть 3
    трушу, трусишь
    ρ.δ.
    (για ζώα) • τρέχω με γρήγορα βηματάκια. || πηγαίνω τροκ, τροχάζω (σε ζώο). || (για άνθρωπο) γοργοβαδιζω.

    Большой русско-греческий словарь > трусить

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»