Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

надо...

  • 21 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 22 вон

    επίρ.
    έξω•

    выгнать вон διώχνω έξω, εκδιώκω•

    вывести вещи вон βγάζω τα πράγματα ε’ξω•

    вон отсюда! εξ’ απ’ εδώ!

    εκφρ.
    из головы (из ума, из памяти) вон – ξεχνώ, λησμονώ, διαφεύγει τη μνήμη μου.
    μόριο
    1. (για μακρινά αντικείμενα) να (ιδού)•

    вон он идет να τος έρχεται•

    вон одна звездочка να ένα αστεράκι.

    2. με δεικτ. αντωνυμία και επίρρημα δηλώνει: ακρίβεια• να•

    вон туда надо идти να εκεί πρέπει να πας.

    3. (επιτακτικό) υα και•

    вон какой образованный! να κι ένας μορφωμένος!

    εκφρ.
    вон что – να τι, ωρίστε•
    вон как – ωρίστε, να πως.

    Большой русско-греческий словарь > вон

  • 23 ворочать

    ρ.δ.
    1. μ. μετακινώ, στρέφω, γυρνώ, κυλώ• μετακινώ κυλώντας•

    с трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες.

    2. μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω.
    3. μτψ. γυρίζω, περιστρέφω.
    1. γυρίζω, γυρνώ από το ένα μέρος στο άλλο, στριφογυρίζω•

    он всю ночь -лся и не мог, спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπορούσε νά κοιμηθεί.

    2. κινούμαι, κουνιέμαι,’ δρω, ενεργώ δραστήρια•

    эй -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά.

    Большой русско-греческий словарь > ворочать

  • 24 давно

    επίρ.
    πριν από πολύ χρόνο, είναι πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να•

    так давно ύστερα από τόσο καιρό•

    давно ли его не видели? έχετε καιρό να τον ιδήτε;•

    это было давно αυτό συνέβηκε πριν πολύ καιρό•

    не -так давно δεν ειναι και πολύς καιρός.

    εκφρ.
    давно бы так – εννοείται•
    надо было) – από καιρό έτσι έπρεπε η χρειαζόταν.

    Большой русско-греческий словарь > давно

  • 25 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 26 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 27 иначе

    επίρ.
    αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά, κατ άλλον τρόπο•

    надо жить иначе πρέπει να ζούμε διαφορετικά.

    || ειδεμή, ειδ άλλως, εν εναντία περιπτώσει, διαφορετικά.
    εκφρ.
    так или иначе – έτσι είτε αλλιώς•
    не иначе – απαραίτητα, οπωσδήποτε,διαφορετικά δε γίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > иначе

  • 28 над

    κ. надо (πρόθεση με οργν.)1
    1. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•

    над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•

    лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•

    над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.

    2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•

    над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•

    диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•

    диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•

    начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.

    || για, διά•

    трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.

    || με•

    смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.

    || σε, προς•

    насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•

    сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > над

  • 29 надобно

    βλ. надо 1.

    Большой русско-греческий словарь > надобно

  • 30 насмешничать

    ρ.δ.
    βλ. насмехаться; он всегда надо всем -ет αυτός πάντοτε τους πάντες κοροϊδεύει.

    Большой русско-греческий словарь > насмешничать

  • 31 подождать

    ρ.σ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω•

    надо подождать его ответа πρέπει να περιμένω την απάντηση του.

    2. αμ. -жди, я завтра узнаю и скажу -περίμενε, αύριο θα μάθω και θα σου πω.

    Большой русско-греческий словарь > подождать

  • 32 поесть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. по-денный, βρ: -ден, -а, -о.
    1. τρώγω λίγο•

    поесть надо поесть что-нибудь πρέπει να φάω κάτι.

    || τρώγω.
    2. τρώγω ως το τέλος, όλο•

    кощка всё мясо -ла η γάτα έφαγε όλο το κρέας.

    3. κατατρώγω, περιτρώγω, γριτσανίζω.

    Большой русско-греческий словарь > поесть

  • 33 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 34 прихватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω δυνατά, σφιχτά. || συγκρατώ, δένω προσωρινά.
    2. παίρνω μαζί μου•

    прихватить зонт на случай додця παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βροχής.

    || παίρνω•

    надо бы денег прихватить в долг πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα.

    || παίρνω παραπάνω.
    3. παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ•

    мороз -ил цветы ο πάγος έβλαψε τα λουλούδια•

    цветы -ло утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραξε ο πάγος κατά το πρωί.

    4. αρρωσταίνω ξαφνικά με χτυπά•

    паралицом его -ло τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > прихватить

  • 35 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

  • 36 рожон

    -жна α. παλ. κοντάρι• δόρυ.
    εκφρ.
    лезть (переть) на рожон ή против рожна переть – ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, ρισκάρω•
    какого -жна – γιατί•
    какого рожна надо ή не хватает – (απλ.) τι θέλεις ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > рожон

  • 37 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

  • 38 совесть

    θ.
    συνείδηση•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•

    спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    εκφρ.
    свобода -и – ελευθερία συνείδησης•
    на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•
    не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•
    идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•
    надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•
    для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•
    по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•
    примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης).

    Большой русско-греческий словарь > совесть

  • 39 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 40 теперь

    επίρ.
    τώρα, αυτή τη στιγμή-
    это надо сделать теперь же αυτό πρέπει να γίνει τώρα δα•

    теперь уже поздно τώρα πια είναι αργά.

    || μετά, παρακάτω, σε συνέχεια•
    - перейдм ко второй το πρώτο πρόβλημα το λύσαμε, τώρα θα περάσομε στο δεύτερο.

    Большой русско-греческий словарь > теперь

См. также в других словарях:

  • надо же — надо же …   Орфографический словарь-справочник

  • НАДО — 1. НАДО1, в знач. сказуемого, кому чему с инф., или кого что, или чего (разг.). То же, что нужно. Надо послать письмо. Для этого дела надо особого работника. Мне надо воды. «Вам что надо? вдруг отчеканил он резко.» Короленко. ❖ Что надо (прост.)… …   Толковый словарь Ушакова

  • НАДО — 1. НАДО1, в знач. сказуемого, кому чему с инф., или кого что, или чего (разг.). То же, что нужно. Надо послать письмо. Для этого дела надо особого работника. Мне надо воды. «Вам что надо? вдруг отчеканил он резко.» Короленко. ❖ Что надо (прост.)… …   Толковый словарь Ушакова

  • НАДО — 1. НАДО1, в знач. сказуемого, кому чему с инф., или кого что, или чего (разг.). То же, что нужно. Надо послать письмо. Для этого дела надо особого работника. Мне надо воды. «Вам что надо? вдруг отчеканил он резко.» Короленко. ❖ Что надо (прост.)… …   Толковый словарь Ушакова

  • надо — 1. НАДО1, в знач. сказуемого, кому чему с инф., или кого что, или чего (разг.). То же, что нужно. Надо послать письмо. Для этого дела надо особого работника. Мне надо воды. «Вам что надо? вдруг отчеканил он резко.» Короленко. ❖ Что надо (прост.)… …   Толковый словарь Ушакова

  • надо — ???, ??? 1. Если вам надо сделать что либо, значит, вам необходимо, нужно сделать это. Мне надо с вами поговорить. | Прежде всего надо твёрдо усвоить, что закон допускает только нотариально заверенные завещания. | Эту задачу надо решать… …   Толковый словарь Дмитриева

  • надо — НАДО, в знач. сказ., с неопред., кого (что) или чего. То же, что нужно (см. нужный в 3 и 4 знач.). Н. работать. Его беспокойство н. понять. Н. денег. Больше всех н. кому н. (о том, кто слишком активен, во всё вмешивается; разг. неод.). Так ему и… …   Толковый словарь Ожегова

  • НАДО — предл., см. над. II. НАДО надобно, влад. надобе, ·стар. и сев. надобеть, орл. надобить, пермяц. надовно, архан. надотка, надоткабы; надоть, надоти, надось нареч. и безл., гл. нужно, должно, следует, необходимо, надлежит, требуется, потребно. Мне… …   Толковый словарь Даля

  • НАДО — предл., см. над. II. НАДО надобно, влад. надобе, ·стар. и сев. надобеть, орл. надобить, пермяц. надовно, архан. надотка, надоткабы; надоть, надоти, надось нареч. и безл., гл. нужно, должно, следует, необходимо, надлежит, требуется, потребно. Мне… …   Толковый словарь Даля

  • надо — Надобно, должно, надлежит, необходимо, нужно, потребно, приходится, требуется, следует, полагается, стоит, не мешает. С этим нельзя не считаться. Этому нечего удивляться. Это в порядке вещей. Не грех бы и нас послушаться. Ср. . См. нуждаться...… …   Словарь синонимов

  • НАДО 2 — НАДО 2, предлог с тв. п. То же, что над; употр. вместо перед нек рыми сочетаниями согласных, напр. надо мною, надо лбом, надо рвом. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»