-
21 по
По р. Πάδος ο* * *1) (по улице и т. п.) σε, ανάгуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)
2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο
по мне́нию — κατά τη γνώμη
3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίαςпо необходи́мости — λόγω ανάγκης
по боле́зни — λόγω αρρώστιας
по оши́бке — κατά λάθος
по распоряже́нию — κατά διαταγή
4) ( посредством) από, με, διάμεσοпо по́чте— ταχυδρομικώς
говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο
5) ( о времени) μέχρι, ως; μετάпо вечера́м — τα βράδια
по возвраще́нии — μετά την επιστροφή
6) ( в разделительном значении) ανά; απόпо́ два — ανά δύο
по одному́ — ένας ένας
-
22 выступление
выступлени||ес1. (публичное.) ἡ ἀγό-ρευση [-ις], ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία (речь)/ ἡ ἐμφάνιση ἐπί τής σκηνής, ἡ παράσταση, ἡ ἐκτέλεσις (на сцене)·2. воен. ἡ ἐκ-κίνηση [-ις], ἡ ἀπέλευσις:приказ о \выступлениеи ἡ διαταγή πορείας (или ἐκκίνησης). -
23 исполнить
исполнитьсов., исполнять несов1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):\исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:\исполнить роль παίζω τόν ρόλο. -
24 накрепко
накрепконареч στερεά, γερά, σφιχτά, στερεῶς:забить крепко\накрепко καρφώνω στερεά· приказать крепко-\накрепко δίνω αὐστηρή διαταγή. -
25 наряд
наряд Iм (одежда) ἡ στολή, ἡ ἐνδυμασία, ὁ στολισμός, τό ντύσιμο.наряд IIм1. (распоряжение) ἡ διαταγή / τό Ενταλμα, ἡ ἐντολή (документ)·2. воен. ἡ ἀγγαρεία, ἡ ὑπηρεσία / τό ἀπόσπασμα (группа людей). -
26 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι. -
27 подавать
подаватьнесов1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:\подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν2. (на стол) σερβίρω:обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:\подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής. -
28 распоряжение
распоряж||ениес ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή:давать \распоряжениеение δίνω ἐντολή· ◊ быть в \распоряжениеении кого-л. εἶμαι στή διάθεση κάποιου, εἶμαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· иметь кого́-л. в своем \распоряжениеении ἔχω κάποιον στή διάθεση μου· предоставлять в \распоряжениеение παρέχω (или θέτω) στή διάθεση. -
29 строгий
строг||ийприл вразн. знач. αυστηρός:\строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο. -
30 command
1. verb1) (to order: I command you to leave the room immediately!) διατάζω2) (to have authority over: He commanded a regiment of soldiers.) διοικώ3) (to have by right: He commands great respect.) εμπνέω, επιβάλλω2. noun1) (an order: We obeyed his commands.) διαταγή2) (control: He was in command of the operation.) διοίκηση•- commander
- commanding
- commandment
- commander-in-chief -
31 order
['o:də] 1. noun1) (a statement (by a person in authority) of what someone must do; a command: He gave me my orders.) διατάγη2) (an instruction to supply something: orders from Germany for special gates.) παραγγελία3) (something supplied: Your order is nearly ready.) παραγγελία4) (a tidy state: The house is in (good) order.) τάξη,καλή λειτουτργία5) (a system or method: I must have order in my life.) σύστημα,τάξη6) (an arrangement (of people, things etc) in space, time etc: in alphabetical order; in order of importance.) σειρα,διάταξη7) (a peaceful condition: law and order.) τάξη8) (a written instruction to pay money: a banker's order.) εντολή,επιταγή9) (a group, class, rank or position: This is a list of the various orders of plants; the social order.) τάξη10) (a religious society, especially of monks: the Benedictine order.) τάγμα2. verb1) (to tell (someone) to do something (from a position of authority): He ordered me to stand up.) διατάζω2) (to give an instruction to supply: I have ordered some new furniture from the shop; He ordered a steak.) παραγγέλνω3) (to put in order: Should we order these alphabetically?) ταξινομώ,τακτοποιώ•- orderly3. noun1) (a hospital attendant who does routine jobs.) βοηθός νοσοκόμου2) (a soldier who carries an officer's orders and messages.) ορτινάντσα•- order-form
- in order
- in order that
- in order
- in order to
- made to order
- on order
- order about
- out of order
- a tall order -
32 команда
[καμάνντα] ουσ. θ. διαταγή -
33 наряд
[ναργιάτ] ουσ. α. διαταγή, εντολή -
34 распоряжение
[ρασπαριζένιιε] ουσ. ο. διαταγή -
35 команда
[καμάνντα] ουσ θ διαταγή -
36 наряд
[ναργιάτ] ουσ α διαταγή, εντολή -
37 распоряжение
[ρασπαριζένιιε] ουσ ο διαταγή -
38 ассигновка
-и θ.διαταγή καταβολής ποσού από την τράπεζα. -
39 бона
-и1. ένταλμα χρηματικό, γραμμάτιο σε διαταγή πληρωμής η παραλαβής.2. συνάλλαγμα, ομόλογο. -
40 веление
-я ουδ.διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•
веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•
веление долга η φωνή του καθήκοντος.
См. также в других словарях:
διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek