Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

м+η+διαταγή

  • 21 по

    По р. Πάδος ο
    * * *
    1) (по улице и т. п.) σε, ανά

    гуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)

    2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•

    по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο

    по мне́нию — κατά τη γνώμη

    3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίας

    по необходи́мости — λόγω ανάγκης

    по боле́зни — λόγω αρρώστιας

    по оши́бке — κατά λάθος

    по распоряже́нию — κατά διαταγή

    4) ( посредством) από, με, διάμεσο

    по по́чте— ταχυδρομικώς

    говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο

    5) ( о времени) μέχρι, ως; μετά

    по вечера́м — τα βράδια

    по возвраще́нии — μετά την επιστροφή

    по́ два — ανά δύο

    по одному́ — ένας ένας

    Русско-греческий словарь > по

  • 22 выступление

    выступлени||е
    с
    1. (публичное.) ἡ ἀγό-ρευση [-ις], ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία (речь)/ ἡ ἐμφάνιση ἐπί τής σκηνής, ἡ παράσταση, ἡ ἐκτέλεσις (на сцене)·
    2. воен. ἡ ἐκ-κίνηση [-ις], ἡ ἀπέλευσις:
    приказ о \выступлениеи ἡ διαταγή πορείας (или ἐκκίνησης).

    Русско-новогреческий словарь > выступление

  • 23 исполнить

    исполнить
    сов., исполнять несов
    1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):
    \исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·
    2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:
    \исполнить роль παίζω τόν ρόλο.

    Русско-новогреческий словарь > исполнить

  • 24 накрепко

    накрепко
    нареч στερεά, γερά, σφιχτά, στερεῶς:
    забить крепко\накрепко καρφώνω στερεά· приказать крепко-\накрепко δίνω αὐστηρή διαταγή.

    Русско-новогреческий словарь > накрепко

  • 25 наряд

    наряд I
    м (одежда) ἡ στολή, ἡ ἐνδυμασία, ὁ στολισμός, τό ντύσιμο.
    наряд II
    м
    1. (распоряжение) ἡ διαταγή / τό Ενταλμα, ἡ ἐντολή (документ)·
    2. воен. ἡ ἀγγαρεία, ἡ ὑπηρεσία / τό ἀπόσπασμα (группа людей).

    Русско-новогреческий словарь > наряд

  • 26 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 27 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 28 распоряжение

    распоряж||ение
    с ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή:
    давать \распоряжениеение δίνω ἐντολή· ◊ быть в \распоряжениеении кого-л. εἶμαι στή διάθεση κάποιου, εἶμαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· иметь кого́-л. в своем \распоряжениеении ἔχω κάποιον στή διάθεση μου· предоставлять в \распоряжениеение παρέχω (или θέτω) στή διάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > распоряжение

  • 29 строгий

    строг||ий
    прил вразн. знач. αυστηρός:
    \строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο.

    Русско-новогреческий словарь > строгий

  • 30 command

    1. verb
    1) (to order: I command you to leave the room immediately!) διατάζω
    2) (to have authority over: He commanded a regiment of soldiers.) διοικώ
    3) (to have by right: He commands great respect.) εμπνέω, επιβάλλω
    2. noun
    1) (an order: We obeyed his commands.) διαταγή
    2) (control: He was in command of the operation.) διοίκηση
    - commander
    - commanding
    - commandment
    - commander-in-chief

    English-Greek dictionary > command

  • 31 order

    ['o:də] 1. noun
    1) (a statement (by a person in authority) of what someone must do; a command: He gave me my orders.) διατάγη
    2) (an instruction to supply something: orders from Germany for special gates.) παραγγελία
    3) (something supplied: Your order is nearly ready.) παραγγελία
    4) (a tidy state: The house is in (good) order.) τάξη,καλή λειτουτργία
    5) (a system or method: I must have order in my life.) σύστημα,τάξη
    6) (an arrangement (of people, things etc) in space, time etc: in alphabetical order; in order of importance.) σειρα,διάταξη
    7) (a peaceful condition: law and order.) τάξη
    8) (a written instruction to pay money: a banker's order.) εντολή,επιταγή
    9) (a group, class, rank or position: This is a list of the various orders of plants; the social order.) τάξη
    10) (a religious society, especially of monks: the Benedictine order.) τάγμα
    2. verb
    1) (to tell (someone) to do something (from a position of authority): He ordered me to stand up.) διατάζω
    2) (to give an instruction to supply: I have ordered some new furniture from the shop; He ordered a steak.) παραγγέλνω
    3) (to put in order: Should we order these alphabetically?) ταξινομώ,τακτοποιώ
    3. noun
    1) (a hospital attendant who does routine jobs.) βοηθός νοσοκόμου
    2) (a soldier who carries an officer's orders and messages.) ορτινάντσα
    - order-form
    - in order
    - in order that
    - in order
    - in order to
    - made to order
    - on order
    - order about
    - out of order
    - a tall order

    English-Greek dictionary > order

  • 32 команда

    [καμάνντα] ουσ. θ. διαταγή

    Русско-греческий новый словарь > команда

  • 33 наряд

    [ναργιάτ] ουσ. α. διαταγή, εντολή

    Русско-греческий новый словарь > наряд

  • 34 распоряжение

    [ρασπαριζένιιε] ουσ. ο. διαταγή

    Русско-греческий новый словарь > распоряжение

  • 35 команда

    [καμάνντα] ουσ θ διαταγή

    Русско-эллинский словарь > команда

  • 36 наряд

    [ναργιάτ] ουσ α διαταγή, εντολή

    Русско-эллинский словарь > наряд

  • 37 распоряжение

    [ρασπαριζένιιε] ουσ ο διαταγή

    Русско-эллинский словарь > распоряжение

  • 38 ассигновка

    θ.
    διαταγή καταβολής ποσού από την τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > ассигновка

  • 39 бона

    1. ένταλμα χρηματικό, γραμμάτιο σε διαταγή πληρωμής η παραλαβής.
    2. συνάλλαγμα, ομόλογο.

    Большой русско-греческий словарь > бона

  • 40 веление

    ουδ.
    διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•

    по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•

    веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•

    веление долга η φωνή του καθήκοντος.

    Большой русско-греческий словарь > веление

См. также в других словарях:

  • διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …   Dictionary of Greek

  • διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»