Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ми+руками

  • 21 чужби

    чуж||би́
    прил в разн. знач. ξένος:
    \чужбийе вещи τά ξένα πράγματα· \чужбиа́я сторона τό ξένο μέρος, ἡ ξενητειά· отдать в \чужбийе ру́ки δίνω σέ ξένα χέρια· на \чужби счет γιά λογαριασμό ἀλλου· под \чужбийм именем μέ ἄλλο ὅνομα· с \чужбиих слов ἐξ ἀκοής· ◊ \чужбиими руками жар загребать βάζω ἀλλον νά βγάλει τό φείδι ἀπ' τήν τρύπα.

    Русско-новогреческий словарь > чужби

  • 22 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 23 всплеснуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всплеснутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.
    παφλάζω, χτυπώ το νερό, φλοισβίζω.
    εκφρ.
    всплеснуть руками – χτυπώ τα χέρια (από έκπληξη).
    χτυπώ, χτυπιέμαι, παφλάζω, φλοισβίζω.

    Большой русско-греческий словарь > всплеснуть

  • 24 голый

    επ., βρ: гол, -а, -о.
    1. γυμνός, γδυμνός•

    -ые ноги γυμνά πόδια•

    -ое тело γυμνό σώμα.

    || φτωχός, ελεεινός, άθλιος.
    2. αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός, αβλάστητος, άβλαστος, αφύτρωτος.
    3. ακάλυπτος.
    4. ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος•

    голый спирт καθαρό οινόπνευμα.

    || μονάτος, μόνο• μονάχα•

    -ые факты σκέτα γεγονότα•

    -ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί.

    εκφρ.
    голый провод – γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)•
    - ые стены – γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)•
    - ми руками – με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο.

    Большой русско-греческий словарь > голый

  • 25 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 26 жар

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, на -у а.
    1. ζέστα, ζεστασιά, θάλπος. || καύσωνας, καύμα, κάψα, λιοπύρι•

    жар спал ο καύσωνας έπεσε, μειώθηκε.

    || αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα.
    2. πυρετός, θέρμη, κάψα. || έξαψη, άναμμα•

    его бросило в жар от этих слов αυτά τα λόγια τον φούρκισαν (τον κόρωσαν).

    3. ένθερμος ζήλος• πάθος•

    говорить с -ом μιλώ με πάθος.

    4. μτφ. φούρια, άναμμα, κορύφωμα έξαψης.
    εκφρ.
    с -омεπίρ. ένθερμα•
    чужими руками жар загребатьπαρμ. με ξένα κόλλυβα μακαρίζει τους γονιούς του ή το ξένο βίος ο καλόγηρος για την ψυχή του δίνει.

    Большой русско-греческий словарь > жар

  • 27 загребать

    ρ.δ.
    1. μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω•

    загребать деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα•

    чужими руками жар загребать (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

    || μτφ. κερδίζω, βγάζω•

    он много денег -ет αυτός βγάζει πολλά λεφτά.

    2. τραβώ κουπί, κωπηλατώ•

    -вправо κωπηλατώ δεξιά.

    μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > загребать

  • 28 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 29 оба

    обоих α. κ. ουδ., обе, обеих θ.
    αριθμ. αθρσ. αμφότεροι, και οι δυο, κι ο ένας κι ο άλλος•

    оба брата και τα δυο αδέρφι αν•

    обе сестры και οι δυο αδερφές•

    оба глаза και τα δυο μάτια•

    обе ноги και τα δυο πόδια•

    я знал обоих, обеих γνώριζα και τους δυό, και τις δυό•

    обоего пола και των δυό φύλων•

    обеими руками (κυρλξ. κ. μτφ.) με τα δυό τα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > оба

  • 30 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 31 пленник

    α.
    -ца, -ы θ.(κυρλξ. κ. μτφ.) αιχμάλωτος•

    пленник стоял с завязанными назад руками ο αιχμάλωτος στέκονταν με δεμένα τα χέρια πίσω•

    пленник собственных стрсти αιχμάλωτος των ιδίων του παθών.

    Большой русско-греческий словарь > пленник

  • 32 подписать

    ρ.σ.μ.
    1. υπογράφω•

    подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•

    подписать документ υπογράφω έγγραφο•

    подписать вместе с другим προσυπογράφω•

    подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).

    2. γράφω στο τέλος•

    он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.

    3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).
    1. υπογράφω•

    я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).

    2. εγγράφομαι•

    подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•

    подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.

    Большой русско-греческий словарь > подписать

  • 33 простёртый

    επ. από μτχ.
    τεντωμένος, απλωμένος•

    о -ыми руками με τεντωμένα τα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > простёртый

  • 34 распростёртый

    επ. από μτχ.
    τελείως ανοιχτός• ξαπλωμένος•

    с -ыми руками με ανοιχτά τα χέρια•

    под забором лежало -ое тело убитого κάτω από τη μάντρα κείτονταν ξάπλα το πτώμα του σκοτωμένου.

    || απλωμένος•

    -ыми крыльями με απλωμένες τις φτερούγες.

    Большой русско-греческий словарь > распростёртый

  • 35 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 36 сплеснуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплснутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    ραντίζω• χύνω, ρίχνω• πλύνω. || αδειάζω υγρό.
    εκφρ.
    сплеснуть руками – χτυπώ τα χέρια από έκπληξη.

    Большой русско-греческий словарь > сплеснуть

  • 37 цапать

    ρ.δ.μ. (απλ.).
    1. πιάνω, γραπώνω. || ραμφίζω, τσιμπώ.
    2. αρπάζω• αδράχνω•

    цапать руками αδράχνω με τα χέρια•

    цапать пальцами αρπάζω με τα δάχτυλα.

    3. αποκτώ (με αθέμιτα μέσα).,
    1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.).
    2. αλληλοπιάνομαι, αλληλοαρπάζομαι.
    3. δράττομαι, αρπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > цапать

  • 38 чужой

    επ.
    ξένος•

    чужой дом ξένο σπίτι•

    -ые вещи ξένα πράγματα•

    -ая страна ξένη χώρα•

    -ие края ξένα μέρη•

    назваться -им именем με φωνάζουν με το ψευδώνυμο•

    за чужой счёт σε βάρος άλλου, με ζημιά άλλου•

    с -их слов εξ ακοής (ακουστά).

    ουσ. ο ξένος, ο αλλοδαπός.
    εκφρ.
    - ими руками – με ξένα χέρια (όχι μόνος), με τη βοήθεια άλλων•
    в -ие руки – σε ξένα χέρια (σε ξένους ανθρώπους).

    Большой русско-греческий словарь > чужой

См. также в других словарях:

  • Руками замахать — (иноск.) въ знакъ несогласія (какъ бы отталкивая отъ себя). Ср. Софья Анемподистовна замахала руками. Оставь риторику, оставь!.. А только, что ты передъ француженкой хвостомъ виляешь, это вѣрно. П. П. Гнѣдичъ. Имрессіонистъ. 11. Ср. Вилять… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руками и ногами упираться — (иноск.), всѣми силами ( ни за что не соглашаться). Ср. Ужъ какъ ни упирайтесь руками и ногами, мы васъ женимъ. Гоголь. Мертвыя души. 1, 7. Ср. Manibus pedibusque. Tarent. Andria. 161; 676. Ср. καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. Пер. Рукой и ногой… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • руками — нареч, кол во синонимов: 2 • вручную (3) • изручь (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • руками замахать — (иноск.) в знак несогласия (как бы отталкивая от себя) Ср. Софья Анемподистовна замахала руками. Оставь риторику, оставь!.. А только, что ты перед француженкой хвостом виляешь, это верно. П.П. Гнедич. Импрессионист. 11. Ср. Вилять хвостом. См.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • руками и ногами упираться — (иноск.) всеми силами (ни за что не соглашаться) Ср. Уж как ни упирайтесь руками и ногами, мы вас женим. Гоголь. Мертвые души. 1, 7. Ср. Manibus pedibusque. Terent. Andria. 161; 676. Ср. και χειρι και ποδι βοηθει. Рукой и ногой помогает. Macar, 5 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Руками не разведёшь — что. Прост. Легко не отделаешься от чего либо. Всё нормально. Просто капризный мужчина. И к нему можно найти подход? Конечно, нужно подумать. С решительными советами Антонина Ивановна осторожничала. Дело семейное руками не разведёшь (В.… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Руками и ногами упирается. — см. Топорщится ежом …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Руками не скласть — чего. Кар. О невозможности исправить положение, справиться с чем л. СРГК 5, 578 …   Большой словарь русских поговорок

  • Руками тину ловить — Пск. Ирон. Тонуть. СПП 2001, 66 …   Большой словарь русских поговорок

  • руками и ногами — см. нога …   Словарь многих выражений

  • Я тучи разведу руками — Студийный альбом Ирины Аллегровой Дата выпуска 30 мар …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»