Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

месяц

  • 21 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 22 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 23 истратить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истраченный ρ.σ.μ. ξοδεύω, δίαπανώ•

    все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα•

    истратить все силы καταναλώνω όλες τις δυνάμεις•

    истратить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    ξοδεύομαι, δαπανώμαι• καταναλώνομαι. || καταξοδεύομαι•

    за этот месяц я -лся αυτό το μήνα καταξοδεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > истратить

  • 24 лунный

    επ.
    σεληνιακός, της σελήνης, του φεγγαριού•

    -ая ночь φεγγαρόλουστη νύχτα, σεληνόφωτη νύχτα•

    лунный свет σεληνόφως•

    лунный год το σεληνιακό έτος•

    лунный месяц σεληνιακός μήνας.

    Большой русско-греческий словарь > лунный

  • 25 медовый

    επ.
    1. του μέλιτος•

    -ые соты μελικηρίδες, μελόπιτες.

    2. μελένιος.
    εκφρ.
    месяц – ο μήνας του μέλιτος (των νεόνυμφων).

    Большой русско-греческий словарь > медовый

  • 26 молодой

    επ., βρ: молод, молода, молодо; моложе.
    1. νέος, νιος, νεαρός•

    молодой парень νεαρό παλικάρι•

    -ое поколение η νέα γενιά•

    -бе дерево δεντράκι.

    2. καινούριος•

    молодой месяц καινούριο φεγγάρι, νέα σελήνη•

    молодой картофель οι φρέσκες πατάτες (καινούριας σοδειάς)•

    -ое вино νέο (φετινό) κρασί.

    3. ουσ. πλθ. -ые βλ. молодожны.
    εκφρ.
    молодой человек – (κλήση) νεαρέ•
    из -ых, да ранний – από μικρός, από τα μικράτα, παιδιόθεν (κυρίως με αρνητική! σημασία)•
    молодо-зелно – (απλ.) άπειρο (ανώριμο) παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > молодой

  • 27 навязать

    -яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    навязать леску на удочку δένω την ορμιά στο αγκίστρι.

    2. μτφ. επιβάλλω πειθαναγκάζω.
    3. πλέκω (πολλά)•

    она -ла за месяц восемь пар чулбк αυτή έπλεξε σ ένα μήνα οχτώ ζευγάρια γυναικείες κάλτσες.

    ρ.δ. βλ. навязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > навязать

  • 28 назад

    επίρ.
    πίσω, προς τα πίσω•

    сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•

    пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•

    поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•

    заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•

    взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•

    взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•

    два дня тому назад πριν δυό μέρες•

    с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•

    год назад ένα χρόνο πριν•

    отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•

    туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.

    Большой русско-греческий словарь > назад

  • 29 народить

    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарождённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    γεννώ (πολλά)•

    народить кучу детей γεννώ ένα σωρό παιδιά.

    1. γεννιέμαι•

    -лся сын γεννήθηκε αγόρι•

    -лось много детей γεννήθηκαν πολλά παιδιά.

    || μεγαλώνω•

    -лось новое поколение μεγάλωσε νέα γενιά.

    2. μτφ. εμφανίζομαι.
    εκφρ.
    - лся месяц – (απλ.) πιάστηκε το φεγγάρι.

    Большой русско-греческий словарь > народить

  • 30 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 31 переломный

    επ.
    αποφασιστικός, καθοριστικός σημαδιακός•

    переломный месяц в ходе войны αποφασιστικός μήνας στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων•

    переломный год αποφασιστικός χρόνος ή χρόνος στροφής, καμπής.

    Большой русско-греческий словарь > переломный

  • 32 плохо

    1. επίρ. κακά, κακώς, άσχημα•

    он плохо поёт αυτός άσχημα τραγουδάει•

    она плохо ведёт себя αυτή άσχημα συμπεριφέρεται•

    он плохо себя чувствует αυτός αισθάνεται τον εαυτό του άσχημα•

    он плохо одевается αυτός κακοντύνεται•

    семья плохо живт η οικογένεια κακοζεί•

    плохо обращаться с людьми κακοσυμπεριφέρομαι με τους ανθρώπους.

    2. ως κατηγ. είναι άσχημα•

    ему очень плохо αυτός είναι πολύ άσχημα.

    3. ουσ. ο σχολικός βαθμός «κακώς» получать плохо παίρνω βαθμό «κακώς».
    εκφρ.
    плохо–плохо – (απλ.)το λιγότερο, το κατώτερο•
    он плохо–плохо двести рублей в месяц зарабатывает – αυτός το λιγότερο διακόσια ρούβλια το μήνα βγάζει με τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > плохо

  • 33 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 34 пробастовать

    ρ.σ. (με χρον. σημασία)• απεργώ•

    рабочие -ли целый месяц οι εργάτες απήργησαν ολόκληρο μήνα.

    Большой русско-греческий словарь > пробастовать

  • 35 пробыть

    -буду, -будешь, παρλθ. χρ. пробыл
    -ла, -ло, προστκ. пробудь ρ.σ. διαμένω, ζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    он пробыл у тши две недели αυτός έμεινε στη θεία δυο βδομάδες.

    || παραμένω, μένω, κάθομαι•

    он пробыл один месяц без работы αυτός έμεινε ένα μήνα χωρίς δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > пробыть

  • 36 прокат

    α.
    1. έλαση, ελασματοποίησή.
    2. το έλασμα.
    α.
    έκδοση προσωρινή• εκμίσθωση, ενοικίαση (κινητού)•

    срок -а один месяц προθεσμία εκμίσθωσης ένα μήνα•

    плата за прокат η πληρωμή εκμίσθωσης.

    Большой русско-греческий словарь > прокат

  • 37 пролететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ•

    самолёт -л Урал το αεροπλάνο πέταξε πάνω από τα Ουράλια•

    -ел самолёт над головой πέταξε το αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι.

    || διατρέχω (διανύω) με μεγάλη ταχύτητα (σα να πετώ).
    2. πετάγομαι, εκσφενδονίζομαι•

    камень -ел в окно πέτρα πετάχτηκε στο παράθυρο.

    3. περνώ, διαβαίνω γρήγορα (για χρόνο)•

    -ли годы πέρασαν γρήγορα τα χρόνια•

    месяц -ел как один день ο μήνας πέρασε σαν μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > пролететь

  • 38 пролечить

    -лечу, -лечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пролеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θεραπεύω (για ένα χρον, διάστημα), пролечить больного целый месяц θεραπεύω τον άρρωστο ολόκληρο μήνα.
    2. ξοδεύω για θεραπεία.
    θεραπεύομαι (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > пролечить

  • 39 протаять

    -ает
    ρ.σ. λιώνω, τήκω•

    снег -ял до земли το χιόνι, έλιωσε ως το χώμα.

    || λιώνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    снвг -ял с месяц, το χιόνι έκανε να λιώσει ένα μήνα.

    Большой русско-греческий словарь > протаять

  • 40 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

См. также в других словарях:

  • МЕСЯЦ — муж. луна, спутник земли; ночное светило, казачье солнышко, месик, смол. | Вид луны, считаемый по четвертям: новый месяц, старый месяц. | Время обращенья луны вкруг земли: в отношении к солнцу: 29 , дней, синодический месяц, солнечный; в… …   Толковый словарь Даля

  • месяц — Луна. ... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. месяц месячишко, месяцок, месяцочек, лунный (серп, диск) Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • МЕСЯЦ — промежуток времени1) синодический период смены лунных фаз, равный 29,5306 ср. солнечных суток.2) Сидерический (звездный) время полного оборота Луны вокруг Земли относительно звезд, равный 27,3217 сут.3) Драконический промежуток времени между… …   Большой Энциклопедический словарь

  • МЕСЯЦ — МЕСЯЦ, а, мн. ы, ев, муж. 1. Единица исчисления времени по солнечному календарю, равная одной двенадцатой части года (от 28 до 31 суток); срок в 30 суток. Календарный м. (январь, февраль, март и т. д.). Отпуск на м. Месяцами (по целым месяцам) не …   Толковый словарь Ожегова

  • месяц — безжизненный (Брюсов); бледно золотой (Терпигорев); бледно матовый (Чулков); бледно серебристый (Огарев); бледный (Блок, Жуковский); голубой (Льдов); грациозный (Арцыбашев); далекий (Голенищев Кутузов); двурогий (Бальмонт, К.Р., Сологуб,… …   Словарь эпитетов

  • Месяц — см. Календарь …   Библейская энциклопедия Брокгауза

  • МЕСЯЦ — МЕСЯЦ, месяца, мн. месяцы (месяца неправ.), муж. 1. Единица исчисления времени каждая из двенадцати частей, на которые разделяется астрономический год. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • МЕСЯЦ — Геннадий Андреевич (род. 1936), учёный в области электроники, академик (1984) и вице президент (с 1987) РАН. Труды по сильноточной эмиссионной электронике, газовой электронике, сильноточным ускорителям, мощной наносекунд ной импульсной технике.… …   Русская история

  • месяц — месяц, род. месяца; мн. месяцы, род. месяцев и допустимо месяца, месяцов, дат. месяцам и месяцам …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • МЕСЯЦ — Брехать на молодой месяц. Волг. Неодобр. Лгать, обманывать кого л. Глухов 1988, 7. Высидеть косой месяц. Арх. Просидеть очень долго где л., засидеться у кого л. АОС 8, 193. Грозный месяц. Приамур., Сиб. Положение луны рогами вверх, которое, по… …   Большой словарь русских поговорок

  • Месяц — У этого термина существуют и другие значения, см. Месяц (значения). Месяц (лат. mēnsis, греч. μήνας)  единица измерения времени, связанная с обращением Луны вокруг Земли. Лунные месяцы являются основой многих календарей. В результате… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»