-
1 смех
-а (-у) α.1. το γέλιο, ο γέλωτας•не удержаться от -а δε μπορώ να κρατήσω τα γέλια•
взрыв -а ξέσπασμα γέλιου•
разражаться -ом ξεσπώ σε γέλια•
неудержимый смех ακράτητο γέλιο•
раскатистый смех καμπανιστό γέλιο, καγχασμός•
подавить себе смех πνίγω (συγκρατώ) το γέλιο•
меня разбирает смех με πιάνουν τα γέλια.
|| θυμηδία, ιλαρότητα, ευθυμία.2. ως κατηγ. είναι γελοίο• είναι για γέλια.εκφρ.-ом – (απλ.) αστεία (όχι σοβαρά)•без -у – εξόν (εκτός) τ αστεία (σοβαρά)•не до -а (-у) кому – δεν έχει διάθεση ή καιρό για γέλια•- у подобно – είναι για γέλια (λόγω ασχήμιας)•- а ради – για γέλια, για να γελάσομε• (и) -и горе; (и) смех и грех είναι για γέλιο και για κλάμα• (как) на (на) смех ακριβώς για γέλια•курам на смех – δε γελάτε κότες•просто – κ. смех да и только βλ. 2 σημ.
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языки- С греческого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Греческий
- Русский
- Французский