Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

мало+что

  • 1 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 2 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 горе

    гор||е
    с
    1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:
    причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·
    2. (в сложи, сущ.) ирон.:
    \горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι.

    Русско-новогреческий словарь > горе

  • 5 уплыть

    ρ.σ.
    1. αποπλέω•

    пароход -ыл το ατμόπλοιο απέπλευσε.

    || απομακρύνομαι, χάνομαι αργά•

    луна -ла за тучи το φεγγάρι χάθηκε πίσω από τα σύννεφα.

    2. (για χρόνο, γεγονότα) περνώ, διαβαίνω απαρατήρητα•

    что было -ло ό,τι ήταν πέρασε•

    не мало времени -ло с тех пор πολύς καιρός πέρασε από τότε.

    3. μτφ. περιέρχομαι (από έναν σε άλλον). || ξοδεύομαι, καταναλώνομαι γρήγορα•

    деньги -ли в один день τα χρήματα έφυγαν για μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уплыть

См. также в других словарях:

  • Мало что — Разг. Совсем немного; почти ничего. Нравственные поговорки бывают удивительно полезны в тех случаях, когда мы от себя мало что можем выдумать себе в оправдание (Пушкин. Метель) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Мало Что — мест. Некоторые, немногие; кое что (о вещах, явлениях и т.п.). Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • мало что — ма/ло что/ (че/го, че/му, че/м, о чём) …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • мало — нар., употр. сравн. часто Морфология: нар. меньше 1. Вы используете слово мало, когда хотите сказать об очень небольшом количестве чего либо. У меня сейчас мало времени. | Дело приносит мало прибыли. 2. Если вы мало занимаетесь чем либо, значит,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • мало — ▲ в количестве ↑ малый < > много мало в малом количестве, степени (числит. # денег). мало что (я # понял). маленько. малость (посплю #). в обрез (времени #). не густо. не ахти [не бог весть] сколько. как украл (разг. взял #). на грош… …   Идеографический словарь русского языка

  • Что наше, того нам и не надо. — Чужих нет, а своих мало. Что наше, того нам и не надо. См. СВОЕ ЧУЖОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • МАЛО — МАЛО, нареч. 1. Немного, в небольшом количестве, в небольшой степени. Мало говорит, да много делает. «Послушай, миленький, потешь меня хоть мало.» Грибоедов. «Я мало жил и наслаждался мало.» Пушкин. || Недостаточно, в недостаточном количестве, в… …   Толковый словарь Ушакова

  • мало — МАЛО, нареч. 1. Немного, в небольшом количестве, в небольшой степени. Мало говорит, да много делает. «Послушай, миленький, потешь меня хоть мало.» Грибоедов. «Я мало жил и наслаждался мало.» Пушкин. || Недостаточно, в недостаточном количестве, в… …   Толковый словарь Ушакова

  • МАЛО — МАЛО, нареч. 1. Немного, в небольшом количестве, в небольшой степени. Мало говорит, да много делает. «Послушай, миленький, потешь меня хоть мало.» Грибоедов. «Я мало жил и наслаждался мало.» Пушкин. || Недостаточно, в недостаточном количестве, в… …   Толковый словарь Ушакова

  • мало — МАЛО, нареч. 1. Немного, в небольшом количестве, в небольшой степени. Мало говорит, да много делает. «Послушай, миленький, потешь меня хоть мало.» Грибоедов. «Я мало жил и наслаждался мало.» Пушкин. || Недостаточно, в недостаточном количестве, в… …   Толковый словарь Ушакова

  • Мало ли что — МАЛО ЛИ ЧТО. Разг. Экспрес. 1. Не важно, не имеет значения. А вот Христа я не могу понять никак! Ни к чему он для меня. Есть Бог, ну и ладно. А тут ещё один! Сын говорят. Мало ли что. Чай Бог то не помер (М. Горький. Мои университеты). Как же ты… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»