Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

лошади

  • 41 подогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. φέρω, οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο•

    подогнать скот к воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα•

    подогнать лодку под мост κατευθύνω τη βάρκα κάτω από το γεφύρι.

    2. επισπεύδω, επιταχύνω, αναγκάζω να τρέξει ή να πράξει ταχύτερα•

    подогнать лошади αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέξουν γρηγορότερα•

    подогнать ленивца αναγκάζω τον τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα.

    || ξεπερνώ την καθυστέρηση.
    3. φέρνω στα μέτρα, συνταιριάζω• συναρμόζω, κάνω να συμπέσει λεπτύνω, τρώγω. || (για χρόνο)• κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)•

    подогнать свадьбу к празднику κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή..

    Большой русско-греческий словарь > подогнать

  • 42 прогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. οόηγώ, κατευθύνω• σαλαγώ•

    прогнать коров в поле βγάζω τις αγελάδες στη βοσκή.

    2. διώχνω, εκδιώκω•

    прогнать собаку на двор διώχνω το σκυλί στην αυλή•

    прогнать детей из комнаты διώχνω τα παιδιά από το δωμάτιο.

    || απολύω•

    прогнать со службы διάχνω από την υπηρεσία.

    || μτφ. αποβάλλω, απομακρύνω•

    прогнать ш-приятные воспоминания διώχνω τις κακές αναμνήσεις•

    прогнать скуку διώχνω την ανία.

    3. διατρέχω, διανύω, διασχίζω•

    прогнать на лошади два километра в десять минут διατρέχω με το άλογο δυο χιλιόμετρα σε δέκα λεπτά.

    4. χώνω, μπήγω•

    прогнать гвоздь сквозь стену μπήγω το καρφί στον τοίχο.

    εκφρ.
    прогнать сквозь строй – διαπόμπευση στρατιώτη στον τσαρικό στρατό (ο στρατιώτης περνούσε ανάμεσα, από δυο ζυγούς, χτυπούμενος από τους συνταγμένους στρατιώτες).
    βλ. гнаться.

    Большой русско-греческий словарь > прогнать

  • 43 просечь

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.
    1. κόβω, τρυπώ χτυπώντας•

    извозчик -сек до крови кнутом спину лошади ο αμαξάς μαστίγωσε το άλογο στη ράχη ώσπου πήγε αίμα.

    2. ανοίγω, κόβω•

    просечь просеку ανοίγω δρόμο (κόβοντας τα δέντρα).

    ξηλώνομαι, σχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > просечь

  • 44 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 45 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 46 сверзиться

    -ржусь, -рзишься
    ρ.σ. (απλ.) πέφτω απο•

    сверзиться с лошади πέφτω από το άλογο.

    Большой русско-греческий словарь > сверзиться

  • 47 слезть

    слезу, слезешь, παρλθ. χρ. слез, -ла, -ло, προστκ. слезь
    ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    слезть с дерева κατεβαίνω από το δέντρο•

    слезть с лошади ξεπεζεύω από το άλογο.

    2. βγαίνω•

    слезть с автобуса κατεβαίνω από το λεωφορείο.

    3. αποσπώμαι, πέφτω•

    ноготь слез το νύχι βγήκε•

    краска -ла η μπογιά βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > слезть

  • 48 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 49 соскочить

    -очу, -очишь ρ.σ.
    1. πηδώ•

    соскочить с лошади πηδώ κάτω από το άλογο•

    αναπηδώ, πετάγομαι επάνω.
    2. αποσπώμαι, βγαίνω, πέφτω.
    3. μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι (για αισθήματα, κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > соскочить

  • 50 спрыгнуть

    -ну, -нешь ρ.σ.
    πηδώ απο•

    он -ул с лошади αυτός πήδησε κάτω από το άλογο•

    спрыгнуть в канаву πηδώ στο αύλακα.

    Большой русско-греческий словарь > спрыгнуть

  • 51 ссадить

    ρ.σ.μ.
    1. βοηθώ (καθήμενο) να κατέβει, κατεβάζω•

    ссадить с лошади κατεβάζω από το άλογο.

    || σκοτώνω, ρίχνω κάτω πυροβολώντας.
    2. βγάζω έξω, κατεβάζω (από μεταφ. μέσο)•

    ссадить пьяного пассажира βγάζω έξω το μεθυσμένο επιβάτη.

    ρ.σ.μ. γρατσουνίζω, αμύσσω, εκδέρω.

    Большой русско-греческий словарь > ссадить

  • 52 табунный

    επ.
    του κοπαδιού, της αγέλης•

    -ые лошади κοπαδιάρικα άλογα.

    Большой русско-греческий словарь > табунный

  • 53 толстопузый

    επ., βρ: -пуз, -а, -о
    προκοίλιος, πρησκοκο ίλης, κοιλάτος•

    толстопузый купец κοιλαράς έμπορας•

    -ые лошади κοιλάτα άλογα•

    -ая женщина η κοιλαρού.

    Большой русско-греческий словарь > толстопузый

  • 54 трогать

    ρ.δ.μ.
    1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•

    трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.

    || επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•

    эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•

    никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.

    || επιτίθεμαι•

    собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.

    2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.
    3. μτφ. συγκινώ•

    меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•

    трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•

    его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.

    4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.
    5. ξεκινώ, εκκινώ•

    лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.

    || трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.
    1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.
    2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•

    поезд -ается το τρένο ξεκινά•

    трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•

    3. μετακινούμαι•

    не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.

    4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > трогать

  • 55 утомлённый

    επ. από μτχ.
    κουρασμένος, κατάκοπος, καταβλημένος•

    -ые лошади κουρασμένα άλογα•

    утомлённый человек κουρασμένος άνθρωπος•

    утомлённый вид κουρασμένη όψη•

    -ое лицо καταβλημένο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > утомлённый

  • 56 хлябать

    -ает
    ρ.δ. (απλ.)• κουνιέμαι, σαλεύω, ταλαντεύομαι•

    подкова на ноге лошади -ает το πέταλο στο πόδι του αλόγου κουνιέται•

    гайка -ает το παξιμάδι κουνιέται.

    Большой русско-греческий словарь > хлябать

  • 57 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

См. также в других словарях:

  • Лошади — ? Лошади Равнинная зебра (Equus burchellii) …   Википедия

  • ЛОШАДИ — настоящие лошади (Equus), род лошадиных. Дл. тела до 2,8 м, выc. в холке до 1,5 м. Конечности длинные; развит только средний (третий) палец с прочным роговым чехлом копытом приспособление к быстрому бегу по плотному грунту. Тело покрыто короткими …   Биологический энциклопедический словарь

  • ЛОШАДИ — ЛОШАДИ, род млекопитающих (семейство лошадиные). Длина тела до 2,8 м, высота в холке до 1,5 м, длина хвоста 40 50 см. К лошадям относятся зебры, дикий осел, лошадь Пржевальского, кулан, а также уничтоженный в 18 19 вв. тарпан. Обитают в Азии и… …   Современная энциклопедия

  • ЛОШАДИ — род непарнокопытных животных семейства лошадиных. Длина. тела до 2,8 м, выс. до 1,6 м. Диких лошадей 8 видов, в Азии и Африке (в Европе истреблены). Лошадь Пржевальского, дикий осел, горная зебра, зебра Грэви и др. в Красной книге Международного… …   Большой Энциклопедический словарь

  • ЛОШАДИ — Арабская Ардены Ахалтекинская Белорусская упряжная лошадь Брабансоны Буденновская Владимирская тяжеловозная Вятская Донская Иомудская Кабардинская Карабаирская Карабахская Кустанайская Кушумская Латвийская упряжная Новокиргизская Орловская… …   Породы сельскохозяйственных животных. Справочник

  • лошади — род непарнокопытных животных семейства лошадиных. Длина тела до 2,8 м, высота до 1,6 м. Диких лошадей 8 видов, в Азии и Африке (в Европе истреблены). Лошадь Пржевальского, дикий осёл, горная зебра и зебра Грэви  в Красных книгах МСОП. Лошадь была …   Энциклопедический словарь

  • Лошади — Лошадь. Русская рысистая. ЛОШАДИ, род млекопитающих (семейство лошадиные). Длина тела до 2,8 м, высота в холке до 1,5 м, длина хвоста 40 50 см. К лошадям относятся зебры, дикий осел, лошадь Пржевальского, кулан, а также уничтоженный в 18 19 вв.… …   Иллюстрированный энциклопедический словарь

  • ЛОШАДИ —     ♥ Крепкие дружеские связи и успех в делах. Быть в седле вы контролируете сложную ситуацию. Красивая лошадь к успеху в любви, творчестве. Ехать верхом вы будете победителем во всех обстоятельствах. Табун лошадей ваше будущее принесет вам… …   Большой семейный сонник

  • Лошади — (Equus)         род непарнокопытных животных семейства лошадиных (См. Лошадиные). Крупные (длина тела до 2,5 м, высота в холке до 1,6 м) стройные животные. Конечности длинные; развит только один (средний) палец, одетый прочным роговым чехлом… …   Большая советская энциклопедия

  • лошади — arkliai statusas T sritis zoologija | vardynas taksono rangas gentis apibrėžtis Gentyje 8 rūšys. Paplitimo arealas – Afrika, Centr. ir Vidurinė Azija. atitikmenys: lot. Equus angl. horses vok. Pferde rus. лошади pranc. chevaux ryšiai: platesnis… …   Žinduolių pavadinimų žodynas

  • Лошади (род) — ? Лошади Зебра пустынная (Equus grevyi) Научная классификация Царство: Животные Тип …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»