Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

кто+где+ru

  • 1 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 2 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 3 угодно

    угодно: когда \угодно όταν θέλετε· где \угодно όπου θέλετε, όπου κι αν είναι* какой \угодно οποιοσδήποτε* кто \угодно οποιοσδήποτε* что \угодно οτιδήποτε" что вам \угодно? τι επιθυμείτε; как \угодно οπωσδήποτε· как вам \угодно όπως σας αρέσει
    * * *

    когда́ уго́дно — όταν θέλετε

    где уго́дно — όπου θέλετε, όπου κι αν είναι

    како́й уго́дно — οποιοσδήποτε

    кто уго́дно — οποιοσδήποτε

    что уго́дно — οτιδήποτε

    что вам уго́дно? — τι επιθυμείτε

    как уго́дно — οπωσδήποτε

    как вам уго́дно — όπως σας αρέσει

    Русско-греческий словарь > угодно

  • 4 хоть

    1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•

    хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•

    ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.

    2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•

    приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.

    || και, κι αν ακόμα•

    лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•

    хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•

    хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.

    || μόριο επιτακτικό•

    хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•

    хоть кто οποιοσδήποτε•

    хоть где, хоть куда οπουδήποτε•

    хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•

    хоть где-нибудь αδιάφορο που.

    εκφρ.
    хоть быκ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•
    хоть бы и так – έστω κι έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > хоть

  • 5 учащийся

    (тот, кто учится где-л.) о μαθητής
    ο μαθητευόμενος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учащийся

  • 6 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 7 угодно

    угодн||о
    1. предик безл:
    что вам \угодно? τΐ ἐπιθυμείτε;· как вам \угодно ὅπως ἐπιθυμείτἐ если вам \угодно ἄν θέλετε· делайте все, что (вам) \угодно κάνετε ὁτι σᾶς ἀρέσει·
    2. частица:
    кто \угодно ὁ καθένας, ὁποιοσδήποτε· что \угодно ὁτιδήποτε· как \угодно (безразлично как) ὅπως σας ἀρέσει, ὅπως ἀγα-πᾶτε· куда́ \угодно, где \угодно ὅπου νάναι, ὁπουδήποτε· сколько \угодно ὅσα θέλεις· сколько (душе́) \угодно разг δσα τραβάει ἡ καρδιά σου.

    Русско-новогреческий словарь > угодно

  • 8 -нибудь

    κ. -нибудь μόριο αόριστο σε συνδυασμό με αντωνυμίες κ. επιρρήματα: кто-нибудь κάποιος, ένας•

    что-нибудь κάτι, οτιδήποτε•

    Большой русско-греческий словарь > -нибудь

  • 9 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 10 -то

    μόριο
    1. (χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)• ακριβώς•

    этого-то и хотел αυτό ακριβώς και ήθελα.

    2. (αόριστο μόριο που μπαίνει μετά από τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)•

    кто-то κάποιος•

    что-то κάτι (τι)•

    когда-то κάποτε•

    где-то κάπου.

    3. (σημαίνει κάτι αόριστο, που αντικατασταίνει το συγκεκριμένο)•

    когда? -то когда-то πότε; -то κάποτε•

    какой? -то какой-то ποιος; -то κάποιος• (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες).

    Большой русско-греческий словарь > -то

  • 11 угодно

    1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•

    что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•

    угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•

    угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;

    2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•

    где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•

    как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•

    какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•

    кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•

    откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•

    сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•

    что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.

    εκφρ.
    если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•
    угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό;

    Большой русско-греческий словарь > угодно

  • 12 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

  • 13 это

    μόριο δεικτικό ή επιτακτικό•

    кто это пришл? ποιος ήρθε•

    как это может быть? πως είναι δυνατό;•

    где вы это пропали? που εσείς χαθήκατε (τι γενήκατε); куда вы -идте? που πηγαίνετε;

    δεικτική αντωνυμία ουδ. γένους
    βλ. этот.

    Большой русско-греческий словарь > это

См. также в других словарях:

  • кто где — кто где …   Орфографический словарь-справочник

  • кто где — Разг. Неизм. В разных местах (говорится о многих или нескольких лицах). С глаг. несов. и сов. вида: находится, живет, отдыхает, сидит, читает, пишет, рисует, расселись, провел… где? кто где. Мои товарищи провели каникулы кто где: кто в деревне,… …   Учебный фразеологический словарь

  • Кто где — Прост. В разных местах (быть, находиться и т. п.). [Сыновья] все меня поддерживают, только все они сейчас кто где в разбросе (Сергеев Ценский. Счастливица) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • кто где — кт о гд е (посел ились кт о гд е) …   Русский орфографический словарь

  • кто — кого, кому, кого, кем, о ком. I. местоим. сущ. 1. Обозначает вопрос: какой человек, какое существо? Стой! кто идёт? От кого письмо? Кому выходить на этой станции? Кто там? (вопрос тому, кто не виден, прячется или стучит, звонит в дверь). Кто кого …   Энциклопедический словарь

  • кто — кого, кому, кого, кем, о ком, мест. 1. вопросительное. Обозначает вопрос: какой человек?, какое существо? [Анна Андреевна:] Кто же это идет? Небольшого роста… во фраке… Кто ж это? Гоголь, Ревизор. А кто вас прислал? А меня прислала сестрица Соня …   Малый академический словарь

  • кто — 1. местоим. сущ.; кого/, кому/, кого/, кем, о ком 1) а) Обозначает вопрос: какой человек, какое существо? Стой! кто идёт? От кого письмо? Кому выходить на этой станции? Кто там? (вопрос тому, кто не виден, прячется или стучит, звонит в дверь) Кт …   Словарь многих выражений

  • где-либо — ▲ (быть) в ↑ любой, место где либо. где угодно. кто где. кто куда. ↓ влага …   Идеографический словарь русского языка

  • Кто подставил кролика Роджера — Who Framed Roger Rabbit …   Википедия

  • Кто подставил Кролика Роджера — Who Framed Roger Rabbit Жанр Фэнтези, Криминальная комедия, Мультфильм Режиссёр Роберт Земекис/Ричард Уильямс …   Википедия

  • Кто подставил кролика Роджера? — Кто подставил кролика Роджера Who Framed Roger Rabbit Жанр Фэнтези, Криминальная комедия, Мультфильм Режиссёр Роберт Земекис/Ричард Уильямс …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»