Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

крепко-крепко

  • 1 крепко

    креп||ко
    нареч δυνατά, γερά, ισχυρώς:
    \крепкоко спать κοιμοῦμαι βαθειἄ <> \крепкоко-на́крепко γερά, σφιχτά.

    Русско-новогреческий словарь > крепко

  • 2 крепко

    επίρ.
    γερά, δυνατά• στέρεα κλπ.
    επίθετα.
    (απλ.) πάρα πολύ.
    εκφρ.
    крепко накрепко – πάρα πολύ γερά, στέρεα κλπ. επ.

    Большой русско-греческий словарь > крепко

  • 3 накрепко

    накрепко
    нареч στερεά, γερά, σφιχτά, στερεῶς:
    забить крепко\накрепко καρφώνω στερεά· приказать крепко-\накрепко δίνω αὐστηρή διαταγή.

    Русско-новогреческий словарь > накрепко

  • 4 держаться

    1. (сохранять какое-л положение, состояние) κρατιέμαι, βαστιέμαι, πιάνομαι 2. (удерживаться, сохраняться, крепко стоять) κρατιέμαι, στηρίζομαι, βασίζομαι, στέκομαι 3. (придерживаться определённого направления) ακολουθώ την κατεύθυνση, κατευθύνομαι 4. (следовать чему- л.) ακολουθώ, είμαι υπέρ (του, της, των).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держаться

  • 5 обнимать

    обнимать
    несов
    1. ἀγκαλιάζω, ἐναγκαλίζομαι:
    крепко \обнимать σφιχταγκαλιάζω·
    2. перен (охватывать) ἀγκαλιάζω, πιάνω, (συμπεριλαμβάνω / καταλαμβάνω (понимать).

    Русско-новогреческий словарь > обнимать

  • 6 достучаться

    -чусь, -читься
    ρ.σ.
    κρούω, χτυπώ ώσπου ν' ακούσει•

    они так крепко спали, что я едва -лся αυτοί είχαν τόσο βαθύ ύπνο, που τρόμαξα να τους ξυπνήσω, χτυπώντας την πόρτα•

    никак не могу достучаться χτυπώ-χτυπώ και καθόλου δεν ακούνε ή κανένας δεν απαντά.

    Большой русско-греческий словарь > достучаться

  • 7 запереть

    -пру, -прешь, παρλθ. χρ. запер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заперший), παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, βρ: -перт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. заперев ρ.σ.μ.
    1. κλειδώνω, κλείνω με•

    запереть на ключ, на замок κλείνω με το κλαδί, την νιλειδωνιά•

    запереть засовом μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    2. περιορίζω•

    запереть в монастырь κλείνω στο μοναστήρι.

    || μτφ. εμποδίζω τη διάβαση, φράζω.
    εκφρ.
    -ло дух ή дыхание – μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή.
    1. κλειδώνομαι μέσα. || μτφ. περιορίζομαι, απομονώνομαι.
    2. κλείνω•

    дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε.

    3. βλ. запираться (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > запереть

  • 8 крепче

    συγκρ. β. του επ. крепкий και του επίρ. крепко.

    Большой русско-греческий словарь > крепче

  • 9 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 10 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 11 обнять

    обниму, обнимешь κ. обойму, обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обниму, обнимешь, παρλθ. χρ. обнял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω•

    обнять друга αγκαλιάζω το φίλο•

    он обнял е и поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε•

    крепко обнять σφιχταγκαλιάζω.

    || περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.).
    2. μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). || κατέχω, κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)•

    страх обнял всех щшсуствующих φόβος κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους.

    3. μτφ. περιλαβαίνω, εναγκαλιάζω.
    εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обнять

  • 12 сбитый

    επ. από μτχ.
    1. φθαρμένος (από το χτύπημα)•

    -ая подкова φθαρμένο πέταλο•

    -ые сапоги φθαρμένες μπότες.

    2. πηχτός από το δάρσιμο (για αυγά κ.τ.τ.).
    3. στέρεος, γερός.
    εκφρ.
    плотно (крепко) сбит – γεροκαμωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > сбитый

  • 13 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

См. также в других словарях:

  • КРЕПКО — КРЕПКО, нареч. 1. нареч. к крепкий. Парус привязан крепко. Сомнение крепко засело в него. Крепко стоять за свои убеждения. Крепко дует ветер. Крепко развести уксус. Крепко сжать. Крепко выражаться (произносить бранные слова). 2. Очень (прост.).… …   Толковый словарь Ушакова

  • крепко — См …   Словарь синонимов

  • крепко-накрепко — неизм. • крепко • накрепко • намертво Словарь русских синонимов. Контекст 5.0 Информатик. 2012. крепко накрепко нареч, кол во синонимов: 3 • …   Словарь синонимов

  • Крепко, крепко, а земля свое возьмет. — Крепко, крепко, а земля свое возьмет. См. ВЕРНОЕ НАДЕЖНОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • крепко-крепко — крепко крепко …   Орфографический словарь-справочник

  • Крепко... — крепко... Начальная часть сложных имен прилагательных, вносящая значение сл.: крепкий (крепкогрудый, крепколобый и т.п.). Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Крепко-накрепко — КРЕПКИЙ, ая, ое; пок, пка, пко, пки и пки; крепче; крепчайший. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Крепко царство казною. — Крепко царство казною. См. КАЗНА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • крепко сбитое вино —      фр. Charpente. Вино с высокой танинностью, что указывает на некоторую неуравновешенность вина, которая в дальнейшем станет, однако, условием его успешной выдержки * * * (Источник: «Объединенный словарь кулинарных терминов») …   Кулинарный словарь

  • крепко сбитый — прил., кол во синонимов: 9 • коренастый (24) • крепкого сложения (12) • кряжистый (2 …   Словарь синонимов

  • крепко сбитый — крепко сбитый …   Орфографический словарь-справочник

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»