Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

как+жизнь+

  • 1 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 2 лучше

    συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•

    жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•

    старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•

    мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•

    лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•

    лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.

    εκφρ.
    как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•
    тем лучше – ακόμα καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > лучше

  • 3 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 4 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 5 наблюдать

    ρ.δ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•

    наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•

    наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•

    наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•

    наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•

    врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.

    2. ερευνώ, σπουδάζω•

    -жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.

    || πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.
    3. επιβλέπω, παρατηρώ•

    наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•

    наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.

    4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.
    παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наблюдать

См. также в других словарях:

  • как жизнь? — нареч, кол во синонимов: 3 • давно не виделись (2) • как поживаете? (1) • …   Словарь синонимов

  • как жизнь? — разг. Как поживаете? …   Словарь многих выражений

  • Год как жизнь — Жанр биографический фильм Режиссёр Азербайжан Мамбетов Григорий Рошаль Автор сценария Григорий Рошаль …   Википедия

  • Живой, как жизнь — Из сочинения «В чем же, наконец, существо русской поэзии» (1846) Н. В. Гоголя (1809 1952). Писатель говорит в нем и о достоинствах самого русского языка: «Необыкновенный язык наш есть еще тайна. В нем все тоны и оттенки, все переходы звуков от… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • ГОД КАК ЖИЗНЬ — ГОД КАК ЖИЗНЬ, СССР, Мосфильм, 1965, цв., 104 мин. Историко биографический фильм. По мотивам романа Галины Серебряковой «Похищение огня». Фильм рассказывает о молодых годах Карла Маркса, его работе в «Новой рейнской газете», революции 1848 1849.… …   Энциклопедия кино

  • Как жизнь молодая? — приветствие …   Живая речь. Словарь разговорных выражений

  • (- )Как жизнь? - Раздевайся и ложись! — Нежелание конкретно отвечать на вопрос …   Словарь народной фразеологии

  • ЖИЗНЬ —         понятие многозначное, меняет свое содержание в зависимости от области применения. В биол. науках понимается как одна из форм существования материи, осуществляющая обмен веществ, регуляцию своего состава и функций, обладающая способностью… …   Энциклопедия культурологии

  • жизнь — и; ж. 1. Особая форма существования материи, возникающая на определённом этапе её развития, основным отличием которой от неживой природы является обмен веществ. Возникновение жизни на земле. Ж. растительного мира. Законы жизни. // Совокупность… …   Энциклопедический словарь

  • жизнь —         ЖИЗНЬ понятие, получившее получившее в эпистемологии гуманитарного знания культурно исторические и философские значения, в которых на первый план выходят интуитивно постигаемые первичность жизненной реальности, ее темпоральность,… …   Энциклопедия эпистемологии и философии науки

  • ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ, и, жен. 1. Совокупность явлений, происходящих в организмах, особая форма существования материи. Возникновение жизни на Земле. Ж. Вселенной. Законы жизни. 2. Физиологическое существование человека, животного, всего живого. Дать ж. кому н.… …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»