Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

как+будто+бы

  • 1 как

    как
    1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:
    \как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·
    2. нареч воскл. πῶς, τί:
    \как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·
    3. нареч относ. ὅπως, ὠς:
    я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·
    4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:
    белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·
    5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):
    всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·
    6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:
    она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > как

  • 2 как

    как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πώς

    как вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε

    как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε

    как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος

    как пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...

    2. союз
    όπως, σαν

    как хоти́те — όπως θέλετε

    как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά

    ••

    в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που

    как то́лько — μόλις

    как бы то ни́ было — όπως και να' ναι

    как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)

    как раз — ακριβώς, ίσα ίσα

    как раз во́время — ακριβώς στην ώρα

    как когда́ — εξαρτάται

    как изве́стно... — όπως είναι γνωστό

    Русско-греческий словарь > как

  • 3 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 4 небо

    -а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•

    голубое небо γαλάζιος ουρανός•

    поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•

    облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.

    εκφρ.
    это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•
    превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•
    -у жарко (будет, станетκ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•
    как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•
    (отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•
    между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•
    попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•
    упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > небо

  • 5 никак

    никак I
    парен. καθόλου, διόλου, μέ κανένα τρόπο[ν]:
    \никак не мог достать билеты μέ κανένα τρόπο δέν μπορούσα νά βρῶ εἰσιτήρια· \никак нельзя εἶναι ἀδύνατο· \никак не могу́ поверить εἶναι ἀδύνατο νά τό πιστέψω· ◊ как-\никак στό κάτω-κάτω.
    никак II
    частица (кажется, как будто) разг:
    \никак ты вернулся? ἐπέστρεψες λοιπόν;

    Русско-новогреческий словарь > никак

  • 6 точно

    точно I
    нареч μέ ἀκρίβεια, ἀκριβώς/ πιστά, σωστά (верно):
    \точно переводить μεταφράζω μέ ἀκρίβεια, μεταφράζω πιστά· \точно выполнить поручение ἐκτελώ πιστά τήν ἐντολή· \точно переписа́ть что́-л. ἀντιγράφω κάτι ἀκριβώς· \точно так же как... ἀκριβώς ὅπως...· \точно такой же ὁ ἰδιος ακριβώς, ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος· ◊ так \точно! воен. μάλιστα!
    точно II
    нареч
    1. (подобно) σάν, ὠς:
    \точно сумасшедший σάν τρελλός·
    2. (как будто) λές καί, σάν νά:
    \точно он писа́ть не умеет λες καί δέν ξέρει νά γράφει.

    Русско-новогреческий словарь > точно

  • 7 масло

    ουδ.
    1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•

    растительное масло λάδι φυτικό•

    сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•

    топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•

    эфирное масло αιθέριο έλαιο•

    хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•

    льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•

    миндальное масло αμυγδαλέλαιο•

    машинное масло λάδι της μηχανής•

    смазочное масло μηχανέλαιο•

    минеральные -а ορυκτέλαια•

    сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•

    коровье масло βούτυρο αγελάδας•

    завод растительных масел ελαιοτριβείο.

    2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.
    εκφρ.
    масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•
    подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•
    как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•
    как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•
    ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•
    кашу -ом не испортишьπαρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει.

    Большой русско-греческий словарь > масло

  • 8 ничто

    ничто
    (ничего, ничему, ничем, ни о чем) мест, отриц. τίποτε, οὐδέν, μηδέν, его́ \ничто не интересует τίποτε δέν τόν ἐνδιαφέρει· он ничего не увидел δέν είδε τίποτε· там ничего́ нет ἐκεῖ δέν ἔχει τίποτε· никто́ ничего́ не сказал κανείς δέν είπε τίποτε· из этого ничего не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά βγεῖ τίποτε· как будто бы ничего не случилось σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε· это ничему́ не поможет αὐτό δέν θά βοηθήσει σέ τίποτε· она ничем не отличается δέν διακρίνεται σέ τίποτε· его́ ни о чем нельзя попросить δέν εἶναι νά τοῦ ζητήσεις τίποτε· это ни с чем нельзя сравнить αὐτό δέν συγκρίνεται μέ τίποτε· ◊ ничего́ подобного κάθε ἄλλο· ничего не поделаешь δέν γίνεται τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ничто

  • 9 словно

    словно
    союз (как будто) σάν νά, λες καί:
    \словно ничего не было σάν νά μή συνέβη τίποτε, λες καί δέν συνέβη τίποτε· он поет \словно соловей τραγουδάει λες καί εἶναι ἀηδόνι.

    Русско-новогреческий словарь > словно

  • 10 случиться

    случи||ться I
    сов см. случаться Г что \случитьсялось? τί συνέβη;· как будто ничего не \случитьсялось σάν νά μή συνέβη τίποτε· что бы ни \случитьсялось ὅ, τι δήποτε κι ἄν συμβεί.
    случиться II
    сов см. случиться И.

    Русско-новогреческий словарь > случиться

  • 11 вода

    -ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.
    1. νερό, ύδωρ•

    дождевая вода βρόχινο νερό•

    морская вода θαλασσινό νερό•

    колодезная вода πηγαδίσιο νερό•

    речная ποταμίσιο νερό•

    проточная вода τρεχούμενο νερό•

    стоячая вода στάσιμο νερό•

    родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•

    питьевая вода πόσιμο νερό•

    минеральная вода μεταλλικό νερό•

    пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•

    грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•

    жесткая вода γλι-φό νερό•

    мягкая вода ελαφρό νερό.

    2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•

    государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•

    территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.

    εκφρ.
    желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•
    седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•
    темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•
    холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•
    лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•
    толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•
    - ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•
    тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•
    много ή немало, столькоκ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•
    набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•
    выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•
    как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια).

    Большой русско-греческий словарь > вода

  • 12 ладонь

    θ.
    παλάμη.
    εκφρ.
    виден как (будто) на -и – φαίνεται ολοκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > ладонь

  • 13 нарочно

    (προφ. -ошно)
    επίρ.
    1. σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού, επιταυτού, επί τούτου.
    2. αστεία, στ αστεία, χάρη αστειότητας.
    εκφρ.
    как (будто, словно, точно) нарочно – σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό).

    Большой русско-греческий словарь > нарочно

  • 14 разверзнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. разверз κ. разверзнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. разверзнувший κ. разверзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разверстый, βρ: -верст, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)• ανοίγω πλατιά, δημιουργώ χάσμα.
    ανοίγομαι πλατιά•

    небеса -лись άνοιξαν οι καραρράκτες (κρουνοί) του ουρανού•

    бездна -лась под его ногами άβυσσος άνοιξε κάτω από τα πόδια του•

    как будто земля -лась под ним и его поглотила σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε.

    Большой русско-греческий словарь > разверзнуть

  • 15 случиться

    -чится, μτχ. παρλθ. χρ. случившийся
    ρ.σ.
    συμβαίνω• γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    -лся пожар έγινε πυρκαγιά•

    -лась беда συνέβηκε δυστύχημα (κακό)•

    как будто ничего не -лось σα να μη συνέβηκε τίποτε.

    || απρόσ. τυχαίνω•

    ему не -лось побывать там δεν του έτυχε να πάει εκεί.

    || βρίσκομαι τυχαία•

    со мной денег не -лось κατά τύχη δεν είχα επάνω μου χρήματα.

    -чится
    ρ.σ.
    (για ζώα) οχεύομαι, βατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > случиться

  • 16 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 17 аршин

    α.
    η ρωσική πήχη (0,71 μ.).
    εκφρ.
    мерить на свой аршин – κρίνω υποκειμενικά•
    аршин мерить обыкновенным ή общим -ом – κρίνω όλους αδιάκριτα το ίδιο, με τα ίδια σταθμά•
    как (словно, будто) аршин проглотил – στέκομαι άκαμπτος, κόκκαλο, κορδώνομαι υπερβολικά•
    видеть на два -а под землей – βλέπω μακριά, έχω μεγάλη διορατικότητα, οξυδέρκεια, κόβει το μάτι μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > аршин

  • 18 выточить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. τορνεύω, επεξεργάζομαι σε τόρνο.
    2. (απλ.) τροχίζω, ακονίζω.
    3. (απλ.) κατατρώγω, σαρακοτρώγω.
    εκφρ.
    словно (будто, как) выточенный – σαν από τόρνο (κομψότατος).

    Большой русско-греческий словарь > выточить

  • 19 мановение

    ουδ.
    κίνηση χεριού ή κεφαλιού ως διαταγή.
    εκφρ.
    будто (как, словно, точно) по -ю волшебного жезла ή волшебной палочки – ως δια μαγείας (ξαφνικά, απρόοπτα).

    Большой русско-греческий словарь > мановение

  • 20 обух

    -а, -а α.
    κεφάλι κοφτερού οργάνου.
    εκφρ.
    как (точно, будто) обухом по голове – νταμπλάς του ήρθε (του κατέβηκε) στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > обух

См. также в других словарях:

  • как будто — как будто …   Орфографический словарь-справочник

  • как будто бы — как будто бы …   Орфографический словарь-справочник

  • как будто — См. казаться …   Словарь синонимов

  • КАК БУДТО — (нем. als ob) формула для обозначения фикции; у Канта, напр., говорится, что относительно Бога, свободы и т. д. нет теоретического доказательства, поэтому «следует поступать так, как будто мы знаем, что эти вещи действительно существуют».… …   Философская энциклопедия

  • как будто — как бу/дто, союз и частица союз: А он, мятежный, просит бури, Как будто в бурях есть покой... (Лермонтов). частица: Он как будто согласился …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • как будто бы — как бу/дто бы, союз и частица союз: Он держался за щёку, как будто бы у него болели зубы. частица: Он как будто бы согласился встретиться со мной …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • как будто (бы) — союз и частица 1. Союз. То же, что «словно, будто». Синтаксические конструкции, присоединяемые союзом «как будто (бы)», выделяются знаками препинания, обычно запятыми. На кухне стряпали в трое рук, как будто на десятерых, хотя все господское… …   Словарь-справочник по пунктуации

  • КАК БУДТО — Прекрасный пример того, как специалисты могут выбрать два совершенно обычных, часто употребляемых слова и превратить их в специальный термин с путаницей многочисленных неясных значений и употреблений: 1. Вид научного мышления, когда кто либо… …   Толковый словарь по психологии

  • как будто бы — 1. см. как; в зн. союза. употр. для выражения условно предположительного сравнения. Он замолчал, как будто бы обиделся. 2. см. как; частица. Будто (бы), вроде (бы). Этот фильм я как будто бы смотрел …   Словарь многих выражений

  • “Как будто” — 1. ничего не значащие слова, вошедшие тем не менее в научный лексикон и используемое исследователями различных проблем; 2. философская концепция, в которой утверждается, что многие из наиболее фундаментальных и полезных принципов науки являются… …   Энциклопедический словарь по психологии и педагогике

  • как будто рубль должен — враждебно, как будто бы рубль должен Словарь русских синонимов. как будто рубль должен нареч, кол во синонимов: 2 • враждебно (24) • …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»