Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

и+день+и+ночь

  • 1 день

    день
    м ἡ (ή)μέρα:
    ясный \день ἡ καλή μέρα, ἡ ἀσυννέφιαστη μέρα, ἡ αίθρια ήμέρα· рабочий \день ἡ ἐργάσιμη ήμέρα· выходной \день ἡ μέρα ἀργίας· будничный \день ἡ καθημερινή· завтрашний \день ἡ αὐριανή μέρα, ἡ αὐριον, ἡ ἐπαύριον с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· вчерашний \день ἡ χθεσινή μέρα, ἡ χθές· со вчерашнего дня ἀπό χθές· с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· по сегодняшний \день ὡς τά σήμερα· в первой половине дня τό πρωί, πρό μεσημβρίας· во второй половине дня τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερο, μετά τό μεσημέρι· в конце Дня, на исходе дня τό κοντόβραδο, στό τέλος τής ήμέρας· в три часа дня στίς τρεις μετά τό μεσημέρι· несколько дней (тому) назад λίγες μέρες πρίν, πρό μερικών ήμερῶν· через несколько дней σέ λίγες μέρες· через пять дней (σέ) πέντε μέρες· третьего дня πρίν δυό μέρες προχθές· на днях а) (о предстоящем) αὐτές τίς μέρες, κατ' αὐτάς,. б) (о прошлом) τίς προάλλες· через \день μέρα παρά μέρα· каждый \день κάθε μέρα· изо дня в \день μέρα μέ τήν (ή)μέρα, ἀπό μέρα σέ μέρα· \день ото дня δσο περνᾶν οἱ μέρες· \день за днем ἡ μιά μέρα μετά τήν ἀλλη· со дня на \день ἀπό μέρα σέ μέρἀ. на следующий \день τήν ἐπομένη· в \день τήν ήμερα· зарабатывать три рубля в \день κερδίζω τρίας ρούβλια τήν ήμερα· весь (целый) \день ὁλόκληρη μέρα, ὀλη τήν ήμερα· \день рождения τά γενέθλια· Международный женский \день ἡ διεθνής (ϊί)μέρα των γυναικών ◊ считанные дни μετρημένες μέρες· порядок дня (но заседаниях) ἡ ἡμερησία διάταξη· в наши дни στήν ἐποχή μας, στον καιρό μας· средь бела дня μέρα μεσημέρι· добрый \день! καλημέρα!· в один прекрасный \день μίαν ὠραίαν πρωία, μίαν ὠραίαν ήμερα· \день и ночь μέ-ρα-νύχτα, νυχθημερόν \день и ночь горит свет τό φως καίει μέρα-νύχτα.

    Русско-новогреческий словарь > день

  • 2 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 3 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 4 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 5 напролет

    напролет
    нареч разг:
    всю ночь \напролет ὀλη τήν νύκτα, ὁλόκληρη νύκτα, ὁλάκερη νύκτα· весь день \напролет ὀλη τή μέρα, ὁλόκληρη μέρα, ὁλάκερη μέρα.

    Русско-новогреческий словарь > напролет

  • 6 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 7 напролёт

    επίρ.
    αδιάκοπτα, ασταμάτητα, αδιαλείπτως, συνεχώς•

    всю ночь напролёт ολονύκτια, ολονυχτίς•

    весь день напролёт ολοήμερα, ολημερίς.

    Большой русско-греческий словарь > напролёт

  • 8 прекрасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορφος, πάγκαλος.
    2. θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, υπέροχος, λαμπρός.
    3. ουσ. ουδ. -ое το ωραίο, το ιδανικό.
    εκφρ.
    в один прекрасный вечер, ночь, утро – ένα καλό βραδάκι, μια καλή νύχτα, ένα καλά πρωί•
    в один прекрасный день – μια καλή μέρα ή κάποια μέρα•
    ради -ых глаз – για τα μάτια, χάριν του ωραίου (τζάμπα, χάρισμα).

    Большой русско-греческий словарь > прекрасный

См. также в других словарях:

  • День и Ночь — День и Ночь: день и ночь  составляющие суток День и Ночь (англ. Day Night)  альбом Янис Видаль День и Ночь  журнал День и Ночь  мультфильм День и Ночь (англ. Day Night)  правило День и Ночь (англ. Day Night)  песня… …   Википедия

  • День и ночь — Не следует путать с Ночь и день (фильм). День и ночь Специализация: литературный Периодичность выхода: раз в 2 месяца …   Википедия

  • День и ночь —         Поначалу земля была распахнута Вивасвате (1) и длился бесконечный сияющий день. Поэтому первыми появились дети Вивасваты и Саранью (2) Яма и Ями (3), поднявшие веки в один миг, чтобы лицезреть Солнце и под ним синий океан. Брат и сестра,… …   Энциклопедия мифологии

  • день и ночь — <днём и ночью> Неизм. Все время, постоянно, непрерывно. Только с глаг. несов. вида: как долго? день и ночь работать, думать… И днем и ночью кот ученый все ходит по цепи кругом. (А. Пушкин.) День и ночь рубили кустарник, косили багульник… (Ф …   Учебный фразеологический словарь

  • День да ночь, и сутки прочь — День да ночь, и сутки прочь. Изо дня въ день спустя рукава. Ср. Наше житье день да ночь и сутки прочь! Пища есть хорошо; нѣтъ попищи попищи, да и перестань... потому что ни къ чему это... М. Горькій. Дружки. Ср. Вѣдь я ужъ сколько лѣтъ одинъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • День и Ночь Апартаменты — (Киев,Украина) Категория отеля: Адрес: Тарасовская Улица А, Киев, 01033, Ук …   Каталог отелей

  • день и ночь — денно и нощно, круглый год, вечно, постоянно, всегда, хронически, бессменно Словарь русских синонимов. день и ночь нареч, кол во синонимов: 8 • беспрерывно (44) • …   Словарь синонимов

  • День и ночь не иметь покоя — День и ночь не имѣть покоя. Ср. Keine Ruh bei Tag und Nacht. L. Da Ponte. Don Juan. 1, 1. Leporello (Mus. Mozart. 1787). Ср. Göthe. Götz v. Berlichingen. 5. Weislingen. Ср. И не будутъ имѣть покоя ни днемъ, ни ночью поклоняющіеся звѣрю и образу… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • День врастяжку, ночь нараспашку. — День врастяжку, ночь нараспашку. См. ВОРОВСТВО ГРАБЕЖ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • День кольцом, ночь молодцом. — День кольцом, ночь молодцом. См. ВОРОВСТВО ГРАБЕЖ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • День дневать, ночь коротать. — День дневать, ночь коротать. См. ГОСТЬ ХЛЕБОСОЛЬСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»