Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

иметь+-+у+έχω+-

  • 121 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 122 угол

    угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.
    1. η γωνία•

    угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•

    угол стола γωνία του τραπεζιού•

    угол улицы η στροφή της οδού•

    стоять на -у στέκομαι στη γωνία.

    || στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•

    угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.

    2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).
    3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.
    4. (μαθ.) γωνία•

    прямой угол ορθή γωνία•

    угол тупой угол αμβλεία γωνία•

    острый угол οξεία γωνία•

    двухгранный угол δίεδρη γωνία•

    угол падения γωνία πτώσης•

    угол отражения γωνία αντανάκλασης•

    угол прицела γωνία σκόπευσης•

    угол зрения γωνία όρασης.

    εκφρ.
    из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•
    под -ом – υπο γωνία•
    красный ή передний уголπαλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•
    прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•
    по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•
    из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.

    Большой русско-греческий словарь > угол

  • 123 хлопоты

    хлопот, хлопотам πλθ.
    φροντίδες, μέριμνες, σκοτούρες• έγνοιες• μπελιάδες•

    домашние хлопоты οι φροντίδες του σπιτιού•

    наделать кому, вводить кого в хлопоты βάζω κάποιον σε μπελιάδες•

    иметь много -от έχω πολλές σκοτούρες•

    без всяких -от χωρίς την παραμικρή φροντ ίδα.

    Большой русско-греческий словарь > хлопоты

  • 124 цель

    θ.
    1. στόχος, σκοπός, σημάδι•

    бить в цель χτυπώ (πετυχαίνω) το στόχο•

    попасть в цель βρίσκω το στόχο•

    стрелять в цель πυροβολώ στο στόχο, ρίχνω στο σημάδι•

    движущая цель κινητός στόχος•

    не попасть в цель αστοχώ.

    || παλ. • το στόχαστρο.
    2. μτφ. πρόθεση, επιδίωξη•

    иметь своею -ью что-Η. έχω για σκοπό μου κάτι•

    επιδιώκω κάποιο σκοπό•
    επίτευξη του σκοπού•

    ставить своей -ыо что-Η. βάζω για σκοπό μου κάτι•

    без -и χωρίς σκοπό, άσχοπα•

    с -ью ή в -ях με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > цель

  • 125 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

  • Русский язык Одессы — Одесский говор Произношение: с южным акцентом Страны: Российская Империя, СССР …   Википедия

  • Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα …   Википедия

  • Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»