Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

иметь+-+и+έχω+-+ες

  • 101 сноровка

    сноровк||а
    ж ἡ πείρα, ἡ ἐπιδεξιότητα:
    иметь \сноровкау в чем-л. ἔχω πείρα σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > сноровка

  • 102 сомнительный

    сомни́тельн||ый
    прил
    1. ἀμφίβολος, ἀβέβαιος (недостоверный)/ προβληματικός (проблематичный)·
    2. (подозрительный) ὕποπτος, ἀμφίβολος, ἀναξιόπιστος:
    \сомнительныйая репутация ἡ ἀμφίβολη ὑπόληψη· иметь дело с \сомнительныйыми людьми́ ἔχω σχέσεις μέ ὑποπτα πρόσωπα·
    3. (двусмысленный) διφορούμενος, ἀμφίβολος:
    \сомнительный комплимент ἡ διφορούμενη φιλοφρόνηση· платок \сомнительныйой чистоты μαντήλι ἀμφιβόλου καθαριότητος.

    Русско-новогреческий словарь > сомнительный

  • 103 угол

    угол
    м
    1. ἡ γωνία, ἡ κώχη:
    в углу́ στή γοινία· на углу́ στή γωνία· за углом πίσω ἀπ· τή γωνία· из-за угла перен πισώπλατα, μπαμπέσικα, ὕπουλα· \угол дома (комнаты) ἡ γωνία σπιτιοῦ (δωματίου)· загнать в \угол спорт. στριμώχνω στήν γωνία·
    2. геом., физ. ἡ γωνία:
    прямой \угол ἡ ὁρθή γωνία· острый «\угол ἡ ὁξεία γωνία· тупо́й \угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \угол падения ἡ γωνία πτώσεως·
    3. (жилье, пристанище) ἡ γωνιά:
    снимать \угол νοικιάζω μέρος δωματίου· иметь свой \угол ἔχω τό σπιτάκι μου· ◊ в глухом углу́ σέ τόπο ἀπομα-κρυσμένο[ν]· медвежий \угол ὁ ἀπόκεντρος τόπος· под углом зрения ἀπ' τἡν ἄποψη· загну́ть \угол страницы τσακίζω τή σελίδα.

    Русско-новогреческий словарь > угол

  • 104 успех

    успе||х
    м
    1. ἡ ἐπιτυχία:
    добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·
    2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:
    делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > успех

  • 105 цвет

    цвет
    м
    1. (окраска) τό χρώμα, ὁ χρωματισμός:
    основные \цвета τά κύρια χρώματα, τά χρώματα τής ίριδος· темный \цвет τό σκοῦρο χρώμα· \цвет лица τό χρώμα (τοῦ προσώπου)· иметь хороший \цвет лица ἔχω καλό χρώμα·
    2. собир. τά ἄνθη, τά λουλούδια:
    ли́повый \цвет τό ἄνθος τής φλα· μουριάς·
    3. перен (лучшая часть) τό ἄνθος, ἡ ἀφρόκρεμα:
    \цвет общества ἡ ἀφρόκρεμα τής κοινωνίας· \цвет нау́ки τό ἄνθος τής ἐπιστήμης· ◊ быть в \цвету́ εἶμαι σέ ἄνθηση· в(о) \цвете лет στό ἄνθος τής ἡλικίας.

    Русско-новогреческий словарь > цвет

  • 106 шанс

    шанс
    м ἡ τύχη, ἡ ἐλπίδα [-ς]:
    иметь \шансы на успех ἔχω πιθανότητες νά πετύχω· у него нет никаких \шансов δέν §χει καθόλου ἐλπίδες.

    Русско-новогреческий словарь > шанс

  • 107 желание

    ουδ., επιθυμία, διάθεση, αποθυμιά, πόθος• όρεξη• καημός, μεράκι•

    иметь -επιθυμώ•

    гореть -ем καίγομαι από τον πόθο, έχω μεγάλο καημό•

    сдерживать -я αυγκρατώ τις ορέξεις•

    горячее желание καημός•

    исполнение -ий ικανοποίηση των επιθυμιών (πόθων)•

    по -ию κατά θέληση•

    против -я παρά τη θέληση.

    || βουλημα, θέλημα.

    Большой русско-греческий словарь > желание

  • 108 квалификация

    θ.
    1. καθορισμός ποιότητας, αζίας• χαρακτηρισμός.
    2. ειδίκευση, ειδικότητα•

    повышение -и ανέβασμα της ειδικότητας•

    иметь высокую -ю έχω υψηλή κατάρτιση•

    приобрести -ю токаря αποχτώ την ειδικότητα του τορναδόρου.

    Большой русско-греческий словарь > квалификация

  • 109 копейка

    -и, γεν. πλθ. -ек, δοτ. -йкам θ.
    1. καπίκι.
    2. χρήματα.
    εκφρ.
    без -и – αδέκαρος, άφραγκος•
    до (последней) -и – ως το (τελευταίο) καπίκι•
    не иметь ни -и – δεν έχω ούτε δεκάρα•
    с -ами – μερικά καπίκια παραπάνω (από το ποσό)•
    последнюю -у поставить ребром – ξοδεύω και το τελευταίο καπίκι για επίδειξη, για το θεαθήναι•
    копейка в -у – ακριβέστατα, μέχρι και το λεπτό (για λογαριασμό)•
    в -у стать – κοστίζω ακριβά•
    за -у уступить ή отдать – πουλώ πάμφτηνα, μισοτιμής•
    ни за -у – με κανένα τρόπο, με τίποτε•
    дрожать ή трястись над каждой -ой – τρέμω για το κάθε καπίκι (από τσιγκουνιά)•
    как одну -у – όλο το ποσό, ολοκληρωτικά, μέχρι δεκάρα.

    Большой русско-греческий словарь > копейка

  • 110 основание

    ουδ.
    1. θεμελίωση, Ιδρυση•

    основание города η ίδρυση της πόλης•

    год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•

    основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•

    экономическое основание οικονομική βάση•

    правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.

    3. λόγος, αιτία• στήριγμα•

    говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•

    на этом -и σαυτή τη βάση•

    на каком -и? σε ποια βάση;•

    иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•

    он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.

    4. (μαθ., χημ.) βάση•

    основание треугольника η βάση του τριγώνου.

    εκφρ.
    до -я – μέχρι θεμέλια•
    разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•
    на -и – με βάση•
    на -и закона – με βάση το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > основание

  • 111 отдых

    α.
    ανάπαυση, ξεκούραση•

    он нуждается в -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης•

    дом -а σπίτι ανάπαυσης•

    иметь право на отдых έχω δικαίωμα ανάπαυσης•

    день -а μέρα σχόλης ή ανάπαυσης.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς ανάπαυση (συνεχώς, αδιάκοπα)•
    ни -у, ни сроку не давать кому – δεν αφήνω σε στασιό κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > отдых

  • 112 плечо

    -а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.
    1. ώμος, πλάτη•

    взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•

    -и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•

    на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).

    2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•

    плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.

    εκφρ.
    за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•
    по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•
    не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•
    с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•
    с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•
    с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•
    плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•
    на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•
    взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•
    вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•
    иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•
    лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα).

    Большой русско-греческий словарь > плечо

  • 113 предмет

    α.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντικείμενο•

    это стекло увеличивает -ы αυτός ο φακός μεγενθύνει τα αντικείμενα•

    быть -ом насмешек είμαι αντικείμενο γέλωτα•

    предмет научного исследования αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.

    2. είδος πράγμα•

    -ы домашнего обихода είδη οικιακής χρήσης•

    -ы роскоши είδη πολυτέλειας•

    -ы широкого потребления είδη πλατιάς κατανάλωσης•

    -ы первой необходимости είδη πρώτης ανάγκης.

    3. θέμα•

    предмет лекции θέμα διάλεξης.

    4. παλ. άνθρωπος αγαπητός. || ερωμένος, -η.
    5. μάθημα•

    физики μάθημα φυσικής.

    εκφρ.
    на этот,тойκ.τ.τ. предмет σ αυτή την περίπτωση•
    на какой -? – γιατί; προς τι; για ποιο λόγο;•
    быть в -е; иметь в -е – (απλ.) έχω στο νου, βάζω με το νου μου• σκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > предмет

  • 114 приблизительный

    επ..βρ: -лен, -льна, -о
    ο κατά προσέγγιση κλπ.
    επιρ. приблизительный подсчт ο κατά προσέγγιση λογαριασμός•

    иметь-ое представление о его жизни έχω περίπου μια ιδέα (εικόνα) της ζωής του.

    Большой русско-греческий словарь > приблизительный

  • 115 привычка

    -и, γεν. πλθ. -чек θ. συνήθεια, έξη•

    хорошая привычка καλή συνήθεια•

    плохая привычка κακή συνήθεια•

    отучить от -и ξεσυνηθίζω•

    усвоить дурную -у αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυ, -νηθίζω•

    это входит в его -и αυτός τό χει (πάρει) συνήθεια привычка - вторая натура η έξη είναι δεύτερη φύση•

    выработать в себе -у το κάνω συνήθεια•

    иметь -у τό χω (έχω) συνήθεια•

    укоренившая привычка ριζωμένη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > привычка

  • 116 распоряжение

    ουδ.
    1. διαταγή• διάταξη• εντολή•

    правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•

    отдать распоряжение δίνω διαταγή•

    получить παίρνω διαταγή•

    распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•

    по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.

    2. διαχείριση, κουμάντο•

    распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•

    передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.

    εκφρ.
    в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•
    инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•
    иметь в -и – έχω στη διάθεση•
    находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή.

    Большой русско-греческий словарь > распоряжение

  • 117 сбыт

    α. κατανάλωση•

    рынки -а αγορές κατανάλωσης•

    заниматься -ом краденного πουλώ κλεμμένα (κλοπιμαία).

    εκφρ.
    иметь, находить сбыт – έχω, βρίσκω καταναλωτές (αγοραστές).

    Большой русско-греческий словарь > сбыт

  • 118 сношение

    ουδ.
    σχέση• δούναι-λαβείν•

    торговые -я εμπορικές σχέσεις•

    иметь -я с кем-н, έχω σχέσεις με κάποιον.

    || συνουσίαση.

    Большой русско-греческий словарь > сношение

  • 119 сомнительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. αμφίβολος, μη πιστικός.
    2. διφορούμενος, διπλός, διττός•

    -ые случаи правописания διφορούμενες περιπτώσεις ορθογραφίας.

    3. ύποπτος•

    человек с -ым прошлым άνθρωπος αμφίβολου παρελθόντος•

    иметь -ые знакомства έχω ύποπτες γνωριμίες.

    Большой русско-греческий словарь > сомнительный

  • 120 состояние

    ουδ.
    1. κατάσταση•

    состояние здоровья η κατάσταση της υγείας•

    экономическое состояние страны η οικονομική κατάσταση της χώρας•

    находиться в -и войны βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση•

    нетрезвое состояние κατάσταση μέθης•

    состояние опьянения κατάσταση μέθης•

    газовое состояние αεριώδης κατάσταση•

    семейное состояние οικογενειακή κατάσταση.

    || παλ. ομάδα κοινωνική.
    2. περιουσία•

    не иметь -я δεν έχω περιουσία.

    εκφρ.
    быть в -и – είμαι σε κατάσταση (θέση).

    Большой русско-греческий словарь > состояние

См. также в других словарях:

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

  • Русский язык Одессы — Одесский говор Произношение: с южным акцентом Страны: Российская Империя, СССР …   Википедия

  • Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα …   Википедия

  • Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»