Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

из+ничего

  • 81 видать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. виданный, βρ: -дан, -а, -о
    1. βλέπω,συναντώ, ανταμώνω, απαντώ•

    я не -ал его со вчерашнего дня δεν τον είδα από χτες.

    || γνωρίζω, περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω•

    мы -ли и холод и голод υποφέραμε και κρύα και πείνα.

    2. βλ. видеть (1 σημ.)
    εκφρ.
    где это видано – που το είδες αυτό (επί απορίας, αγανάκτησης, αντικανονικότητας).
    βλέπομαι, συναντιέμαι.
    ρ.δ.
    (απλ.).
    1. απρόσ. φαίνομαι, είμαι ορατός•

    от сюда всё видно απ’ εδώ όλα φαίνον-νονται•

    ничего не видать τίποτε δε φαίνεται.

    2. προφανώς, πιθανόν, он дома πιθανόν αυτός να είναι σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > видать

  • 82 возвышать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. возвысить.
    2. ανεβάζω, εξυψώνω ηθικά•

    ничего не -ет человека, как творчество τίποτε δεν εξυψώνει τον άνθρωπο, όσο η δημιουργία (το δημιουργικό έργο).

    1. βλ. возвыситься.
    2. υψώνομαι•

    на горе -ется башня στο βουνό υψώνεται πύργος.

    Большой русско-греческий словарь > возвышать

  • 83 всего

    επίρ.
    1. συνολικά, εν όλω•

    были 8 мужчин и 6 женщин всего 14 человек ήταν 8 άντρες και 6 γυναίκες, συνολικά 14 άτομα.

    2. μόνο, μονάχα•

    нашлось всего трое желающих βρέθηκαν μόνο τρεις επιθυμούντες.

    εκφρ.
    всего-навсегоκ. παλ. -новее όλο-όλο, όλο κι όλο•
    осталось всего-навсего три рубля – έμειναν όλο-όλο τρία ρούβλια•
    всего ничего – σχεδόν τίποτε, ελάχιστα•
    только и всего – αυτό και μόνο, μόνον αυτό, τίποτ’ άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > всего

  • 84 доказать

    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.
    1. μ. αποδείχνω, καταδείχνω•

    доказать что и требовалось όπερ έδει δείξαι•

    это ничего не-ет αυτό δεν είναι απόδειξη ή δε λέει τίποτε•

    доказано что... αποδείχτηκε ότι...• я -у вам противное θα σας αποδείξω το αντίθετο•

    осязательно доказать ком^ что απτά αποδείχνω σε κάποιον ότι.

    || υποδείχνω•

    он ясно -ал мне необходимость отой меры αυτός καθαρά μου υπέδειξε την ανάγκη αυτού του μέτρου.

    2. (απλ.) καταδίδω, δείχνω.

    Большой русско-греческий словарь > доказать

  • 85 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 86 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 87 заверить

    ρ.σ.μ.
    1. διαβεβαιώνω• εγγυώμαι•

    доктор -ил меня, что ничего страшного нет ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει τίποτε το σοβαρό.

    2. θεωρώ, εξελέγχω, εγκρίνω έγγραφα•

    заверить копию документа θεωρώ αντίγραφο εγγράφου.

    Большой русско-греческий словарь > заверить

  • 88 зазорный

    επ., βρ: -реи, -рна, -рно (παλ. κ. απλ.)
    επονείδιστος, αξιοκαταφρόνητος, αξιοκατάκριτος, αξιόμεπτος•

    в этом нет ничего -ного εδώ δεν υπάρχει τίποτε το αξιόμεμπτο.

    Большой русско-греческий словарь > зазорный

  • 89 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 90 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 91 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 92 истесать

    -ешу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истёссаный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ. πελεκώ ως το τέλος•

    доску -ал, а ничего не сделал πελέκησα όλη τη σανίδα και τίποτε δεν έφτι.ασα.

    Большой русско-греческий словарь > истесать

  • 93 невозможный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•

    зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•

    совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.

    ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•

    и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•

    нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).

    2. ανυπόφορος, αφόρητος•

    -ая боль αβάσταχτος πόνος•

    -ая жара αφόρητη ζέστη•

    -характер ανυπόφορος χαρακτήρας.

    || πολύ μεγάλος πλήρης•

    невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.

    3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•

    -ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > невозможный

  • 94 никогда

    επίρ.
    ποτέ
    ποτέ-ποτέ, ουδέποτε•
    δεν είδα κάτι παρόμοιο•

    никогда в жизни ποτέ στη ζωή•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά παρά ποτέ•

    как никогда όπως ποτέ άλλη φορά ή άλλοτε.

    Большой русско-греческий словарь > никогда

  • 95 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

  • 96 особенный

    επ.
    1. ιδιαίτερος, ιδιάζων, εξαιρετικός, εξιδιασμένος, ίδιος, ασυνήθης, -θιστος•

    особенный способ ιδιαίτερος τρόπος•

    это особенный человек αυτός είναι άλλος άνθρωπος•

    -ые причины ιδιαίτεροι λόγοι•

    -ое свойство ιδιαίτερη ιδιότητα•

    ничего -ого нет τίποτε το ιδιαίτερο.

    2. παλ. ξεχωριστός•

    он жил в -ой комнате αυτός ζούσε σε ξεχωριστό δωμάτιο.

    || ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > особенный

  • 97 относительно

    1. επίρ. σχετικά• ανάλογα•

    опыт прошл относительно удачно το πείραμα έγινε σχετικά καλά (πετυχημένα).

    2. (πρόθεση)• ως προς, όσον αφορά•

    относительно хода дела ещё ничего нельзя сказать ως προς την πορεία της υπόθεσης ακόμα τίποτε δε μπορούμε να πούμε.

    Большой русско-греческий словарь > относительно

  • 98 поделать

    ρ.σ.μ.
    1. (λίγο) ασχολούμαι, κάνω•

    поделать гимнастику κάνω λίγο γυμναστική•

    опыты ασχολούμαι λίγο με τα πειράματα.

    2. ανεγείρω, χτίζω.
    εκφρ.
    что (же) поделать (-ешь) – τι να κάνω, τι να κάνεις (για αδυναμία μπροστά στά σε δύσκολη κατάσταση)•
    ничего не поделать – τίποτε δε μπορώ να κάνω (επίσης για δύσκολη κατάσταση).
    1. (απλ.) γίνομαι, καθίσταμαι (για όλους, πολλούς).
    2. συμβαίνω.
    3. (απλ.) σχηματίζομαι εμφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > поделать

  • 99 подобный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно
    όμοιος• παρόμοιος, συναφής, τέτοιος, όπως ο... || (μαθ.) όμοιος.
    εκφρ.
    ничего -го – τίποτε το (παρ)όμοιο, κάθε άλλο (παρά)•
    и тому -ое (и т.п.) – και τα τοιαύτα (κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подобный

  • 100 получить

    -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•

    получить письмо λαβαίνω γράμμα•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•

    получить заказ παίρνω παραγγελία•

    получить награду παίρνω βραβείο.

    2. εξάγω, βγάζω•

    получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•

    получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

    3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•

    она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.

    4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•

    получить пользу ωφελούμαι•

    получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.

    || αποκτώ•

    получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    получить из-встность γίνομαι γνωστός.

    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•

    -лся ответ ελήφθη απάντηση•

    -лось известие ήρθε η είδηση.

    2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•

    ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что -лось? τι συνέβηκε;

    Большой русско-греческий словарь > получить

См. также в других словарях:

  • ничего — Ничто, нуль, шиш. Ни синя пороха (ни шиша) нет. Бормотал лишь околесицу, а о деле ни аза . Некр. Сегодня, брат, я все бумаги подписывал, отказные все чист теперь! Ни плошки, ни ложки ничего теперь у меня нет . Салт. Приданого взял шиш . Гриб. Ср …   Словарь синонимов

  • НИЧЕГО — НИЧЕГО, (ево), нареч. (разг.). 1. Все равно, несущественно, пускай, ладно, не мешает, не плохо. «И холод и сеча ему ничего.» Пушкин. «Он любил почитать “книжку” и думал, что это “ничего”.» Салтыков Щедрин. «Наталья Николаевна просила его не… …   Толковый словарь Ушакова

  • Ничего не вижу — Ничего не вижу, ничего не слышу Ничего не вижу, ничего не слышу See No Evil, Hear No Evil …   Википедия

  • Ничего не вижу, ничего не слышу — See No Evil, Hear No Evil Жанр комедия …   Википедия

  • Ничего святого — Nothing Sacred Жанр комедия Режиссёр Уильям Уэллман …   Википедия

  • ничего — [во]. I. местоим. сущ. к Ничто. II. нареч. Разг. 1. (обычно со сл. себе). Довольно хорошо, сносно. Живётся н. Учится она н. себе. Чувствую себя н. Отдохнули н. себе. Ужин получился н. 2. в функц. сказ. Что л. удовлетворяет, кажется сносным. Фильм …   Энциклопедический словарь

  • Ничего, кроме льда — Жанр: рассказ Автор: Дмитрий Биленкин Язык оригинала: русский Публикация: 1974 …   Википедия

  • Ничего Хорошего — Жанры Oi! стрит панк Годы 2006 по настоящее время Страна …   Википедия

  • Ничего не вижу, ничего не слышу (фильм) — Ничего не вижу, ничего не слышу See No Evil, Hear No Evil Жанр комедия Режиссёр Артур Хиллер В главных ролях Ричард Прайор …   Википедия

  • Ничего себе — НИЧЕГО СЕБЕ. Разг. Экспрес. 1. Сносно, довольно хорошо (делать что либо). Я её знаю. По географии училась ничего себе, а по истории плохо (Чехов. Учитель словесности). Здравствуйте. Моё почтенье… Как поживаете? Я ничего себе (Б. Горбатов.… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Ничего себе! — НИЧЕГО СЕБЕ. Разг. Экспрес. 1. Сносно, довольно хорошо (делать что либо). Я её знаю. По географии училась ничего себе, а по истории плохо (Чехов. Учитель словесности). Здравствуйте. Моё почтенье… Как поживаете? Я ничего себе (Б. Горбатов.… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»