Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

знать+дело

  • 1 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 2 знать

    зна||ть I
    несов
    1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:
    \знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·
    2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:
    \знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·
    3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:
    \знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.
    знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες.

    Русско-новогреческий словарь > знать

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 тонкость

    тонкост||ь
    ж
    1. ἡ λεπτότητα [-ης]·
    2. перен ἡ λεπτολογία, ἡ λεπτομέρεια:
    вдаваться в \тонкостьи λεπτολογώ, ἐξονυχίζω· знать дело до \тонкостьей γνωρίζω τήν δουλειά σέ ὅλες τίς λεπτομέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > тонкость

  • 5 честь

    чест||ь
    ж ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη [-ις]:
    дело (долг) \честьи τό ζήτημα (то καθήκον) τιμής· суд \честьи τό δικαστήριο τιμής· задеть (затронуть) чью-л, \честь θίγω τήν τιμή κάποιου· ◊ кляну́сь \честьью! ὁρκίζομαι στήν τιμή μου!· в \честь кого-л. προς τιμήν κάποιου· быть в \честьи́ у кого́-л. χαίρω τής ἐκτιμήσεως κάποιου· к \честьи его́ надо сказать προς τιμήν του πρέπει νά είπω-θεΐ· это делает ему́ \честь αὐτό τόν τιμᾶ· оказать \честь кому́-л. τιμώ κάποιον сделайте мне \честь пообедать у меня κάνετε μου τήν τιμή νά γευματίσετε στό σπίτι μου· я считаю за \честь θεωρώ τιμή[ν] μου· иметь \честь ἔχω (или (λαμβάνω) τήν τιμήν не имею \честьи знать δέν ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω· на его́ долю выпала \честь τοῦ ἔλαχε ἡ τιμή· отдавать \честь воен. ἀπονέμω (τάς) τιμάς· пора и \честь знать μή βγαίνεις ἀπό τά ὅρια, πᾶν μέτρον ἄριστον просить \честь ью παρακαλώ μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > честь

  • 6 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 7 остаться

    -анусь, -анешься
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω•

    не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•

    теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.

    || διαμένω, κατοικώ•

    он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.

    || δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•

    он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.

    2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•

    закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.

    || τηρούμαι, κρατιέμαι•

    дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.

    || υπολείπομαι, απομένω•

    -лось знать... απόμεινε να μάθω...•

    за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.

    3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.
    4. μένω•

    он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•

    она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•

    он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•

    остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•

    остаться должным μένω χρεομένος•

    -в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.

    5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.
    6. επαφίεμαι.
    εκφρ.
    остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•
    остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•
    остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•
    остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε).

    Большой русско-греческий словарь > остаться

См. также в других словарях:

  • знать — (не) знать названия • знание (не) знать подробностей • знание (не) знать покоя • обладание (не) знать пределов • обладание (не) знать сослагательного наклонения • знание (не) знать усталости • действие, объект дело знать • знание, понимание знать …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • дело — бросить дело • действие, прерывание вести дела • действие, продолжение возбудили уголовное дело • существование / создание возбудить дело • существование / создание возбуждается уголовное дело • существование / создание, пассив на ся возбуждать… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • ЗНАТЬ — ЗНАТЬ, знавать что, кого; о чем; ведать, разуметь, уметь, твердо помнить, быть знакомым. Я знаю, что он мне враг. Он знает по татарски. Знаешь ли грамоту? Никто не знал урока. Я его и в глаза не знаю. Об этом знать не знаю. Знай край, да не падай …   Толковый словарь Даля

  • знать — глаг., нсв., употр. наиб. часто Морфология: я знаю, ты знаешь, он/она/оно знает, мы знаем, вы знаете, они знают, знай, знайте, знал, знала, знало, знали, знавший, зная, знав 1. Если вы знаете что то (о чём то), значит, вы имеете информацию о чём… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ЗНАТЬ — 1. ЗНАТЬ1, знаю, знаешь, несовер. 1. о ком чем. Иметь сведения. Ничего не знаю о следних событиях. Я знаю уже о вашем решении. 2. кого что. Обладать знанием кого чего нибудь, иметь о ком чем нибудь понятие, предавление. Знать урок. Хорошо знаю… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЗНАТЬ — 1. ЗНАТЬ1, знаю, знаешь, несовер. 1. о ком чем. Иметь сведения. Ничего не знаю о следних событиях. Я знаю уже о вашем решении. 2. кого что. Обладать знанием кого чего нибудь, иметь о ком чем нибудь понятие, предавление. Знать урок. Хорошо знаю… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЗНАТЬ — 1. ЗНАТЬ1, знаю, знаешь, несовер. 1. о ком чем. Иметь сведения. Ничего не знаю о следних событиях. Я знаю уже о вашем решении. 2. кого что. Обладать знанием кого чего нибудь, иметь о ком чем нибудь понятие, предавление. Знать урок. Хорошо знаю… …   Толковый словарь Ушакова

  • знать — ЗНАТЬ, знаю, знаешь; несовер. 1. о ком (чём). Иметь сведения о ком чём н. З. о родных. Дать з. о себе. 2. кого (что). Обладать какими н. познаниями, иметь о ком чём н. понятие, представление. З. урок. З. своё дело. Знаю, что он прав. З. кого н.… …   Толковый словарь Ожегова

  • ДЕЛО — ДЕЛО, а, мн. дела, дел, делам, ср. 1. Работа, занятие, деятельность. Занят важным делом. Привычное д. Текущие дела. Быть без дела. По делам службы. 2. кого (чего). Круг ведения; то, что непосредственно относится к кому н., входит в чьи н. задачи …   Толковый словарь Ожегова

  • Дело Шрайбер — Дело Шрайбер  судебный иск несовершеннолетней Марии Шрайбер и её отца Кирилла Шрайбера к министерству образования РФ и Комитету по образованию Санкт Петербурга за нарушение прав человека путём «безальтернативного навязывания теории Дарвина»… …   Википедия

  • Дело Литвиненко — Дело Литвиненко  уголовные расследования в ряде стран предполагаемого убийства в Лондоне бывшего офицера ФСБ А. В. Литвиненко, умершего 23 ноября 2006, как было заявлено, от отравления радиоактивным полонием 210[1]. Сопряжённые с ним… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»