Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

знак+отличия

  • 1 знак

    знак м 1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα \знаки препинания τα σημεία της στίξης восклицательный \знак το θαυμαστικό вопросительный \знак το ερωτηματικό дорожный \знак το σήμα της τροχαίας условный \знак το σύνθημα 2) η ένδειξη в \знак дружбы σ'ένδειξη φιλίας в \знак протеста σ'ένδειξη διαμαρτηρίας ◇ \знаки отличия воен. τα διακριτικά
    * * *
    м
    1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα

    знаки препина́ния — τα σημεία της στίξης

    восклица́тельный знак — το θαυμαστικό

    вопроси́тельный знак — το ερωτηματικό

    доро́жный знак — το σήμα της τροχαίας

    усло́вный знак — το σύνθημα

    2) η ένδειξη

    в знак дру́жбы — σ'ένδειξη φιλίας

    в знак проте́ста — σ'ένδειξη διαμαρτηρίας

    ••

    знаки отли́чия — воен. τα διακριτικά

    Русско-греческий словарь > знак

  • 2 знак

    знак
    м
    1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:
    \знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·
    2. (признак):
    \знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·
    3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:
    условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·
    4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:
    это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов
    1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·
    2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > знак

  • 3 знак

    α.
    1. σημάδι, σημείο•

    опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.

    || μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•

    в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•

    молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.

    2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•

    у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.

    || στίγμα, βούλα, κουκίδα.
    3. οιωνός, προμήνυμα•

    добрый знак καλό σημάδι•

    дурной знак κακό σημάδι.

    4. σινιάλο, σήμα•

    условный знак συμβατικό σήμα•

    дать знак δίνω σήμα.

    5. συμβολικό σημάδι•

    иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•

    стенографические -и στενογραφικά σημάδια•

    математические -и μαθηματικά σημάδια•

    алфавитные -и τα φθογγόσημα.

    || μάρκα, στάμπα•

    фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.

    6. βλ. значок.
    7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•

    сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.

    εκφρ.
    - и отличия – τα εύσημα•
    знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•
    - и различия – διάσημα, γαλόνια•
    в знак памяти – για ενθύμιο•
    под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > знак

  • 4 лента

    лент||а
    ж в разн. знач. ἡ κορδέλλα, ἡ λουρίδα, ἡ ταινία / ἡ ταινία παρασήμου (знак отличия):
    пулеметная \лента ἡ ταινία πολυβόλου· изоляционная \лента ἡ μονωτική ταινία· телеграфная \лента ἡ τηλεγραφική ταινία· гу́сеничная \лента ἡ ἐρπύστρια.

    Русско-новогреческий словарь > лента

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»