Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

за+работу!

  • 81 счет

    счет
    м
    1. ὁ λογαριασμός, ὁ ὑπολογισμός:
    вести́ \счет чему́-л. κρατώ λογαρια-σμό[ν]·
    2. бухг. ὁ λογαριασμός:
    лицевой \счет ὁ ὁνομαστικός ' λογαριασμός· те-ку́щий \счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός· открыть \счет ἀνοίγω λογαριασμό·
    3. (за товар, за работу) ὁ λογαριασμός, ἡ φατούρα:
    плати́ть по \счету ἐξοφλβ λογαριασμό·
    4. муз. ὁ χρόνος, ὁ ρυθμός·
    5. спорт. τό σκορ, τό ἀποτέλεσμα:
    со \счетом 2:0 μέ σκορ δύο μηδέν ◊ за \счет μέ ἔξοδα, σέ βάρος· за свой \счет μέ δικά μου ἔξοδα· на че́й-л, \счет (относительно кого-л.) γιά λογαριασμόν κάποιου· э́то не в \счет αὐτό δέν λογαριάζεται· в два \счета разг στ6 ἄψε\счетσβήσε· без \счета ἀπειράριθμοι, ἀναρίθμητοι· в конечном \счете σέ τελευταία ἀνάλυση, στό κάτω κάτω· сводить \счеты κανονίζω τους λογαριασμούς μου, λογαριάζομαι· жить на чужой \счет ζῶ σέ βάρος ἄλλων быть на хорошем счету́ μέ ἐκτιμοῦν, ἀπολαύω ὑπολήψεως.

    Русско-новогреческий словарь > счет

  • 82 табель

    табель
    м
    1. (расписание, список) ὁ πίνακας, ὁ πίναξ/ ὁ ἐλεγχος (успеваемости учеников):
    \табель о рангах ὁ πίναξ τῶν ἀξιωμάτων
    2. (для контроля тки на работу) ὁ πίνακας ἐλεγχου (доска)1 ἡ μάρκα, ὁ ἀριθμός ἐργάτη (жетон):
    снимать \табель ξεκρεμάω τήν μάρκα.

    Русско-новогреческий словарь > табель

  • 83 торопиться

    торопить||ся
    βιάζομαι, ἐπείγομαι:
    \торопитьсяся на работу βιάζομαι νά πάω στη δουλειά· куда вы торопитесь? γιά ποῦ τόσο βιαστικός;· не торопи́тесЫ μή βιάζεστε!

    Русско-новогреческий словарь > торопиться

  • 84 усаживаться

    усаживать||ся
    !. (садиться) κάθομαι, κάθημαι, καθίζω (άμετ.):
    \усаживатьсяся по местам καθόμαστε στίς θέσεις μας·
    2. (за что-л.) στρώνομαι μέ κάτι:
    \усаживатьсяся за работу στρώνομαι στη δουλειά· \усаживатьсяся за книги στρώνομαι στό διάβασμα

    Русско-новогреческий словарь > усаживаться

  • 85 усложнить

    усложнить
    сов, усложнять несов περιπλέκω, κάνω πολύπλοκο, μπερδεύω:
    \усложнить вопрос περιπλέκω τό ζήτημα· \усложнить работу περιπλέκω τή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > усложнить

  • 86 ухватиться

    ухватить||ся
    см. ухватываться· \ухватитьсяся за слу́чай δράττομαι τής εὐκαιρίας· \ухватитьсяся за новую работу καταπιάνομαι μέ τήν νέα δουλειά· \ухватитьсяся за мысль ἀρπάζομαι ἀπό τήν Ιδέα

    Русско-новогреческий словарь > ухватиться

  • 87 хотя

    хотя
    союз
    1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:
    я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·
    2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:
    ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > хотя

  • 88 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 89 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 90 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 91 ввосьмером

    επίρ.
    οχτώ μαζί•

    мы эту работу сделали ввосьмером αυτή τη δουλιά την κάναμε εμεις οι οχτώ μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > ввосьмером

  • 92 вдвоем

    επίρ.
    οι δυο μαζί, οι δυο μας•

    мы всю работу сделали вдвоем όλη τη όουλιά την κάναμε εμείς οι δυο μας.

    Большой русско-греческий словарь > вдвоем

  • 93 взвалить

    взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•

    взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.

    2. αναθέτω, επιφορτίζω•

    на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.

    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•

    она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.

    ρίχνομαι, πέφτω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взвалить

  • 94 вовлечь

    -еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. вовлек, -екла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -е-ченный, ор: -чен, -чена, -чею, ρ.σ.
    1. τραβώ, προσελκύω•

    вовлечь в общественную работу τραβώ στην κοινωνική δουλειά.

    2. σέρνω, σύρω μέσα με δυσκολία.
    τραβιέμαι, προσελκύομαι, με τραβάει, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > вовлечь

  • 95 впрячь

    -ягу, -яжешь, -ягут, παρλθ. χρ. впряг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впряженный, βρ: -жен, жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    ζεύγω, ζεύω•

    впрячь коня в телегу ζεύω το άλογο στο αμάξι.

    ζεύγομαι, ζεύομαι.
    εκφρ.
    впрячь в работу ή в дело – συμμετέχω αναπόσπαστα στη δουλειά, στην υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > впрячь

  • 96 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 97 втянуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.
    2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.
    3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•

    его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.

    1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.
    2. εισέρχομαι βαθμιαία.
    3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•

    -в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•

    в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.

    || συνηθίζω λίγο-λίγο•

    втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > втянуть

  • 98 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 99 выполнить

    ρ.σ.μ. εκπληρώνω, εκτελώ, πραγματοπο ιώ•

    выполнить поручение εκπληρώνω την παραγγελία•

    выполнить работу εκτελώ, (φέρω σε πέρας) τη δουλειά.

    || δημιουργώ, φτιάχνω.

    Большой русско-греческий словарь > выполнить

  • 100 горячо

    1. επίρ. θερμά, ζεστά, ένθερμα, διακαώς, διαπύρως•

    он принялся горячо за работу αυτός στα ζεστά έπιασε τη δουλειά.

    2. ως κατηγ. είναι ζεστός, θερμός•

    мне горячо рукам τα χέρια μου καίνε.

    Большой русско-греческий словарь > горячо

См. также в других словарях:

  • работу — активизировать работу • изменение, много бросать работу • действие, прерывание бросить работу • действие, прерывание вести активную работу • действие вести работу • действие вести разъяснительную работу • действие возобновить работу • действие,… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • работу вывернуть — обокрасть квартиру …   Воровской жаргон

  • работу вымолотить — обокрасть квартиру …   Воровской жаргон

  • Разрешение на работу — Конституционн …   Википедия

  • Оформление трудовой книжки: прием на работу — Стандартная последовательность записей работодателя в трудовой книжке работника включает: наименование работодателя запись о приеме на работу возможно, одна или более записей о переводах, присвоении разрядов и т. п. запись об увольнении подписи… …   Бухгалтерская энциклопедия

  • Перевод На Другую Работу — поручение работы, не соответствующей той, которая была обусловлена трудовым договором (контрактом), т.е. работы по другой специальности, квалификации или должности. Переводом на другую работу считается также поручение работы хотя бы и в пределах… …   Словарь бизнес-терминов

  • ПЕРЕВОД НА ДРУГУЮ РАБОТУ — поручение работы, не соответствующей той, которая была обусловлена трудовым договором (контрактом), т.е. работы по другой специальности, квалификации или должности. Переводом на другую работу считается также поручение работы хотя бы и в пределах… …   Энциклопедия трудового права

  • Прием На Работу — производится, по общему правилу, по соглашению сторон трудового договора (контракта). Заключение трудового договора (контракта) происходит по соглашению между работодателем и работником. Законодательством установлены гарантии при приеме на работу …   Словарь бизнес-терминов

  • ПЕРЕВОД НА ДРУГУЮ РАБОТУ — – перевод рабочего или служащего на работу, не обусловленную при приёме на работу. П. на д. р. допускаются только в случаях, предусмотренных действующим .законодательством, как форма перераспределения кадров в интересах их целесообразного… …   Советский юридический словарь

  • ПЕРЕВОД РАБОТНИКА НА ЛЕГКУЮ РАБОТУ — изменение трудовой функции или существенных условий труда (в т. ч. временное) работника, нуждающегося в предоставлении др. работы в соответствии с медицинскими рекомендациями (заключением). Перевод работника на более легкую работу (в т. ч. работу …   Российская энциклопедия по охране труда

  • ПРИЕМ НА РАБОТУ — производится, по общему правилу, по соглашению сторон трудового договора (контракта). Заключение трудового договора (контракта) происходит по соглашению между работодателем и работником. Законодательством установлены гарантии при приеме на работу …   Энциклопедия трудового права

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»