-
1 затруднение
затруднениес ἡ δυσκολία, ἡ δυσχέρεια:денежные \затруднениеия οἱ οίκονομικές δυσχέρειες· быть в \затруднениеии βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, βρίσκομαι σέ δυσχέρεια· выходить из \затруднениеия βγαίνω ἀπ' τή δύσκολη θέση· создавать \затруднениеия δυσκολεύω, προκαλώ δυσκολίες. -
2 затруднение
-я ουδ.δυσχέρεια, δυσκολία, δυσκόλεμα•денежные -я οικονομικές δυσκολίες•
затруднение в дыхании δυσκολία στην αναπνοή•
непреодолимые -я ανυπέρβλητες δυσκολίες•
нахожусь в -ии βρίσκομαι σε αμηχανία•
встречать затруднение συναντώ δυσκολία•
вывести из -я βγάζω από δύσκολη κατάσταση•
избавить из -ий βγάζω (απαλάσσω) από τις δυσκολίες•
создавать -я δημιουργώ εμπόδια, παρεμβάλλω δυσκολίες, δυσκολεύω, δυσχεραίνω.
-
3 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт