Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ему+не+до+вас

  • 1 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 2 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 делаться

    дела||ться
    в разн. знач. γίνομαι:
    что \делатьсяется у вас до́ма? τί γίνεται στό σπίτι σας;· что с ним \делатьсяется? τί τοῦ συμβαίνει;· \делатьсяться злым γίνομαι κακός· погода \делатьсяется лучше ὁ καιρός καλλιτε-ρεύει, ὁ καιρός βελτιώνεται· \делатьсяется темно σκοτεινιάζει, βραδυάζει· ◊ что ему́ \делатьсяется! разг χαμπάρι δέν παίρνει!

    Русско-новогреческий словарь > делаться

  • 5 же

    же I
    союз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:
    я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·
    2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:
    почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.
    же II
    частица
    1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:
    когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·
    2. (означает тождество):
    тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη.

    Русско-новогреческий словарь > же

  • 6 неудобно

    неудо́бн||о
    1. нареч στενόχωρα, ἀβολα, μή ἀναπαυτικά:
    сидеть \неудобно κάθομαι ἄβο-λα·
    2. предик безл:
    мне \неудобно вас беспокоить δέν θέλω νά σας ἀνησυχήσω· мне \неудобно об этом говорить δέν θἄθελα νά μιλήσω γι ' αὐτό· ему́ стало \неудобно βρέθηκε σέ δύσκολη θέση.

    Русско-новогреческий словарь > неудобно

  • 7 полагаться

    полагаться
    несов
    1. (рассчитывать) ὑπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι:
    я всецело \полагатьсяюсь на вас βασίζομαι ἀπόλυτα σέ σᾶς·
    2. безл:
    \полагатьсяется... πρέπει...· как \полагатьсяется ὀπως πρέπει· э́того делать не \полагатьсяется αὐτό δέν ἐπιτρέπεται·
    3. (причитаться):
    что ему́ \полагатьсяется? τί ἐχει νά παίρνει;· каждому \полагатьсяется по 10 рублей ὁ καθένας ἔχει νά παίρνει ἀπό 10 ρούβλια.

    Русско-новогреческий словарь > полагаться

  • 8 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 9 надо

    1. απρόσ. με σημ. κατηγ. βλ. нужно•

    надо послать письмо πρέπει να στείλλω γράμμα•

    мне надо воды θέλω νερό•

    вам что надо? τι θέλετε; τι ζητάτε;•

    мне надо вас благодарить πρέπει να σας ευχαριστήσω•

    кого вам -? ποιόν ζηηάτε;•

    надо ли вам это? σας χρειάζεται αυτό;•

    так надо έτσι πρέπει•

    так ему и надо έτσι του χρειάζεται (του πρέπει, του αξίζει), καλά να πάθει•

    что надо! ό,τι χρειάζεται!

    βλ. над.

    Большой русско-греческий словарь > надо

  • 10 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

  • 11 чтоб

    κ. чтобы
    1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•

    я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•

    тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•

    он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.

    2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•

    сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•

    чтоб не μήπως, για να μη•

    боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.

    || (για χρόνο) που, οπότε•
    3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•

    чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•

    чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•

    чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!

    Большой русско-греческий словарь > чтоб

См. также в других словарях:

  • ВАС ФЕРРЕЙРА — (Vaz Ferreira), Карлос (р. 1873) – уругвайский философ идеалист. Глава гуманитарного ф та (с 1945) ун та г. Монтевидео. Вначале испытал влияние позитивистских идей Дж. С. Милля и отчасти Спенсера, впоследствии отошел от позитивизма. Философия,… …   Философская энциклопедия

  • Вас вызывает Таймыр (фильм) — У этого термина существуют и другие значения, см. Вас вызывает Таймыр. Вас вызывает Таймыр Жанр комедия Режиссёр Алексей Коренев Автор сценария Александр Галич …   Википедия

  • Потому что вас нет («Остаться в живых») — Потому что вас нет англ. Because You Left Серия телесериала «Остаться в живых» Номер серии Сезон 5 Эпизод 1 Режиссёр Стивен Уильямс Автор сценария Деймон Линделоф Карлтон Кьюз День на острове 108 109 Премьера 29 январ …   Википедия

  • У вас 0 друзей — Эпизод «Южного парка» У вас 0 друзей You Have 0 Friends …   Википедия

  • я вас! — (угроза.) Ср. Бородавкин, подняв правую руку к небесам, погрозил пальцем и сказал: Я вас! Салтыков. Ист. одного города. Ср. Ему пришлось выказать силу своего красноречия, усмирить начинавшуюся бурю... Вергилиевское guos ego! Я вас! не было ему… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Павлов Платон Вас. — ПАВЛОВ Платон Вас. (1823/24 (?) 95) историк, просветитель. В 1844 окончил с серебр. медалью Гл. пед. ин т. Через 2 года защитил дисс. О полит. мнениях афинских трагиков и был признан магистром греч. словесности, в 1847 получил назначение в… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

  • Что он Гекубе, что ему Гекуба? — «Что он Гекубе? Что ему Гекуба?» (англ. «What s Hecuba to him, or he to Hecuba…»)  крылатая фраза из трагедии Уильяма Шекспира «Гамлет». Эти слова произносит принц Гамлет по поводу мастерства актёра, только что прочитавшего отрывок …   Википедия

  • Казин Вас. Вас. — КАЗИН Вас. Вас. (1898 1981) поэт. Род. в семье ремесленника. Печатался с 1915. Популярность приобрел после Октября, когда при содействии А. В. Луначарского вышел сб. стих. Рабочий май (1922). Был связан с Пролеткультом, учился в его моск. студии …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

  • Латышев Вас. Вас. — ЛАТЫШЕВ Вас. Вас. (1855 1921) филолог, крупнейший эпиграфист. Окончил ист. филологич. ф т Петерб. ун та (1876), где и проработал большую часть жизни. В 1883 получил магистер. степень за выдающийся труд о локальных календарях Др. Греции; в… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

  • Самойлов Вас. Вас. — САМОЙЛОВ Вас. Вас. (1813 87) драм. актер Александринского т ра. Сын изв. оперн. певца В. М. Самойлова. Окончил Горный корпус и Лесной ин т. В 1834 дебютировал на петерб. оперн. сцене, в 1836 переведен в драм. труппу. Пользовался популярностью в… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

  • Сапожников Вас. Вас. — САПОЖНИКОВ Вас. Вас. (1861 1924) ботаник и географ. С 1893 проф. Томского ун та. Исследовал природу Алтая, Монгольского Алтая, Саура. В результате эксп. собрал обширный гербарий, описал растительность и флору, рельеф и ледники посещенных им мест …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»