Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

домашние

  • 1 его

    его 1. род. и вин. л. от он, оно 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) του, это \его место αυτή η θέση είναι δική του \его домашние οι δικοί του
    * * *
    1. род. и вин. п. от он, оно 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) του

    э́то его́ ме́сто — αυτή η θέση είναι δική του

    его́ дома́шние — οι δικοί του

    Русско-греческий словарь > его

  • 2 животное

    животное с το ζώο, το κτήνος домашние \животноеые τα κατοικίδια ζώα
    * * *
    с
    το ζώο, το κτήνος

    дома́шние живо́тные — τα κατοικίδια ζώα

    Русско-греческий словарь > животное

  • 3 туфли

    туфли ж мн. τα παπούτσια· домашние \туфли οι παντούφλες
    * * *
    ж мн.
    τα παπούτσια

    дома́шние ту́фли — οι παντούφλες

    Русско-греческий словарь > туфли

  • 4 хлопоты

    хлопоты мн. οι φροντίδες, οι έγνοιες; домашние \хлопоты τα οικιακά
    * * *
    мн.
    οι φροντίδες, οι έγνοιες

    дома́шние хло́поты — τα οικιακά

    Русско-греческий словарь > хлопоты

  • 5 ваш

    ваш
    (ваша, ваше, ваши)
    1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):
    эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;
    2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας.

    Русско-новогреческий словарь > ваш

  • 6 мой

    мой
    1. мест, (моя, мое, мой) μου:
    \мой Дом τό σπίτι μου· моя сестра ἡ ἀδελφή μου· мое произведение τό ἔργο μου· мой кии́ги τά βιβλία μου· ◊ это мое дело αὐτό εἶναι ὑπόθεση δική μου·
    2. сущ. мой мн. (домашние) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένειά μου.

    Русско-новогреческий словарь > мой

  • 7 тапочки

    тапочки
    мн. (ед. тапочка ж) τά ἀθλητικά παπούτσια (спортивные)! οἱ παντόφλας (домашние).

    Русско-новогреческий словарь > тапочки

  • 8 твой

    тво́||й
    (твоя, твое, твой)
    1. мест, притяж. (δικός) σου, (δική) σου, (δικό) σου:
    \твой отец ὁ πατέρας σου· \твойя семья τό σπίτι σου· по \твойему́ мнению κατ' ἐσέ, κατά τήν γνώμη σου· будь по-\твойему ἄς γίνει τό δικό σου·
    2. \твойе с τό δικό σου:
    здесь \твойего́ нет ничего ἐδῶ δέν ἔχει τίποτε δικό σου· мне \твойего́ не нужно δέν θέλω τίποτε δικό σού
    3. \твойи' мн. (домашние) οἱ δικοί σου:
    как поживают \твойй? πῶς τά περνοῦν οἱ δικοί σου;

    Русско-новогреческий словарь > твой

  • 9 хлопоты

    хлопоты
    мн. οἱ φροντίδες, οἱ σκοτοῦ-ρες, οἱ Εγνοιες:
    домашние \хлопоты οἱ οίκεια-κές φροντίδες, οἱ σκοτοῦρες τοῦ σπιτιοῦ· наделать кому-л. хлопот δημιουργώ σκοτοῦρες σέ κάποιον ◊ у него́ хлопот полон рот разг εἶναι γεμάτος φροντίδες.

    Русско-новогреческий словарь > хлопоты

  • 10 вещь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. πράγμα, αντικείμενο•

    необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•

    домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.

    || ενδύματα, ιματισμός•

    положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.

    2. έργο, δημιούργημα•

    художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.

    3. γεγονός, κατάσταση•

    ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•

    странная вещь παράξενο πράγμα.

    4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•

    существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•

    -и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.

    Большой русско-греческий словарь > вещь

  • 11 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 12 дрязги

    дрязг πλθ. παλ. γκρίνιες, φαγωμάρες•

    домашние дрязги οικογενειακές γκρίνιες.

    Большой русско-греческий словарь > дрязги

  • 13 животное

    -ого ουδ.
    1. ζώο, κτήνος•

    безпо-звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα•

    домашние -ые κατοικίδια ζώα•

    хишнов -ое αρπαχτικό ζώο•

    млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα•

    двухногое животное δίποδο ζώο•

    вьючное животное φορτηγό ζώο, υποζύγιο•

    всеядное животное παμφάγο ζώο•

    сумчатое -μαρσιποφόρο ζώο.

    || ζωική ύπαρξη.
    2. μτφ. άξεστος, απολίτιστος, αμαθής, βλάκας.

    Большой русско-греческий словарь > животное

  • 14 пожитки

    -ов πλθ. τα μικροπράγματα•

    домашние пожитки τα σπιτικά (οικιακά) μικροπράγματα (είδη).

    || αποσκευές ταξιδιού.

    Большой русско-греческий словарь > пожитки

  • 15 птица

    θ.
    1. πτηνό, πουλί•

    домашние -ы οικόσιτα πτηνά•

    хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•

    морская птица θαλασσοπούλι.

    2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.
    εκφρ.
    обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•
    жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν).

    Большой русско-греческий словарь > птица

  • 16 хлопоты

    хлопот, хлопотам πλθ.
    φροντίδες, μέριμνες, σκοτούρες• έγνοιες• μπελιάδες•

    домашние хлопоты οι φροντίδες του σπιτιού•

    наделать кому, вводить кого в хлопоты βάζω κάποιον σε μπελιάδες•

    иметь много -от έχω πολλές σκοτούρες•

    без всяких -от χωρίς την παραμικρή φροντ ίδα.

    Большой русско-греческий словарь > хлопоты

См. также в других словарях:

  • домашние — близкие, свои Словарь русских синонимов. домашние см. близкие Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 …   Словарь синонимов

  • Домашние — животные. Так называют животных, которые с незапамятныхвремен сжились с человеком, которых он держит около себя, доставляя имкров и пищу, и которые при этом легко плодятся, передавая своимпотомкам, как природные, так к приобретенные ими, под… …   Энциклопедия Брокгауза и Ефрона

  • домашние — ДОМАШНИЙ, яя, ее. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Домашние роды — Домашние роды  роды, которые происходят дома, в отличие от родов в роддоме или больнице. Домашние роды бывают запланированными и незапланированными. Домашние роды бывают с акушерской или без акушерской помощи. Роды без акушерской помощи… …   Википедия

  • Домашние животные (телеканал) — Домашние животные Страна  Россия Дата начала вещания 2009 Владелец …   Википедия

  • ДОМАШНИЕ ЖИВОТНЫЕ — животные, разводимые человеком для удовлетворения разл. потребностей, в первую очередь для получения продуктов питания и пром. сырья, как транспортное средство. С ростом оседлости и увеличением народонаселения, в особенности в связи с переходом… …   Биологический энциклопедический словарь

  • Домашние радости (Остаться в живых) — Домашние радости англ. Something Nice Back Home Серия телесериала «Остаться в живых» …   Википедия

  • Домашние коты (мультсериал) — Домашние коты Slacker Cats Жанр Длительность 30 минут Страна производитель …   Википедия

  • Домашние роды (рассказ) — Домашние роды Home Delivery Жанр: рассказ Автор: Стивен Кинг Язык оригинала: английский Год написания …   Википедия

  • ДОМАШНИЕ ЖИВОТНЫЕ — ДОМАШНИЕ ЖИВОТНЫЕ, в мед. сан. отношении имеют большое значение для человека. Оставляя в стороне роль Д. ж. как источников питания, следует отметить другие положительные стороны значения их в специальн. отношениях длячеловека. Д.ж. поставляют… …   Большая медицинская энциклопедия

  • Домашние Апартаменты на Тверской — (Москва,Россия) Категория отеля: 3 звездочный отель Адрес: Тверская …   Каталог отелей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»