-
1 его
его 1. род. и вин. л. от он, оно 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) του, это \его место αυτή η θέση είναι δική του \его домашние οι δικοί του* * *1. род. и вин. п. от он, оно 2. в знач. притяж. мест.(δικός, δική, δικό) τουэ́то его́ ме́сто — αυτή η θέση είναι δική του
его́ дома́шние — οι δικοί του
-
2 животное
животное с το ζώο, το κτήνος домашние \животноеые τα κατοικίδια ζώα* * *сτο ζώο, το κτήνοςдома́шние живо́тные — τα κατοικίδια ζώα
-
3 туфли
туфли ж мн. τα παπούτσια· домашние \туфли οι παντούφλες* * *ж мн.τα παπούτσιαдома́шние ту́фли — οι παντούφλες
-
4 хлопоты
хлопоты мн. οι φροντίδες, οι έγνοιες; домашние \хлопоты τα οικιακά* * *мн.οι φροντίδες, οι έγνοιεςдома́шние хло́поты — τα οικιακά
-
5 ваш
ваш(ваша, ваше, ваши)1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας. -
6 мой
мой1. мест, (моя, мое, мой) μου:\мой Дом τό σπίτι μου· моя сестра ἡ ἀδελφή μου· мое произведение τό ἔργο μου· мой кии́ги τά βιβλία μου· ◊ это мое дело αὐτό εἶναι ὑπόθεση δική μου·2. сущ. мой мн. (домашние) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένειά μου. -
7 тапочки
тапочкимн. (ед. тапочка ж) τά ἀθλητικά παπούτσια (спортивные)! οἱ παντόφλας (домашние). -
8 твой
тво́||й(твоя, твое, твой)1. мест, притяж. (δικός) σου, (δική) σου, (δικό) σου:\твой отец ὁ πατέρας σου· \твойя семья τό σπίτι σου· по \твойему́ мнению κατ' ἐσέ, κατά τήν γνώμη σου· будь по-\твойему ἄς γίνει τό δικό σου·2. \твойе с τό δικό σου:здесь \твойего́ нет ничего ἐδῶ δέν ἔχει τίποτε δικό σου· мне \твойего́ не нужно δέν θέλω τίποτε δικό σού3. \твойи' мн. (домашние) οἱ δικοί σου:как поживают \твойй? πῶς τά περνοῦν οἱ δικοί σου; -
9 хлопоты
хлопотымн. οἱ φροντίδες, οἱ σκοτοῦ-ρες, οἱ Εγνοιες:домашние \хлопоты οἱ οίκεια-κές φροντίδες, οἱ σκοτοῦρες τοῦ σπιτιοῦ· наделать кому-л. хлопот δημιουργώ σκοτοῦρες σέ κάποιον ◊ у него́ хлопот полон рот разг εἶναι γεμάτος φροντίδες. -
10 вещь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. πράγμα, αντικείμενο•необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•
домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.
|| ενδύματα, ιματισμός•положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.
2. έργο, δημιούργημα•художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.
3. γεγονός, κατάσταση•ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•
странная вещь παράξενο πράγμα.
4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•
-и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.
-
11 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
12 дрязги
дрязг πλθ. παλ. γκρίνιες, φαγωμάρες•домашние дрязги οικογενειακές γκρίνιες.
-
13 животное
-ого ουδ.1. ζώο, κτήνος•безпо-звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα•
домашние -ые κατοικίδια ζώα•
хишнов -ое αρπαχτικό ζώο•
млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα•
двухногое животное δίποδο ζώο•
вьючное животное φορτηγό ζώο, υποζύγιο•
всеядное животное παμφάγο ζώο•
сумчатое -μαρσιποφόρο ζώο.
|| ζωική ύπαρξη.2. μτφ. άξεστος, απολίτιστος, αμαθής, βλάκας. -
14 пожитки
-ов πλθ. τα μικροπράγματα•домашние пожитки τα σπιτικά (οικιακά) μικροπράγματα (είδη).
|| αποσκευές ταξιδιού. -
15 птица
-ы θ.1. πτηνό, πουλί•домашние -ы οικόσιτα πτηνά•
хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•
морская птица θαλασσοπούλι.
2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.εκφρ.обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν). -
16 хлопоты
хлопот, хлопотам πλθ.φροντίδες, μέριμνες, σκοτούρες• έγνοιες• μπελιάδες•домашние хлопоты οι φροντίδες του σπιτιού•
наделать кому, вводить кого в хлопоты βάζω κάποιον σε μπελιάδες•
иметь много -от έχω πολλές σκοτούρες•
без всяких -от χωρίς την παραμικρή φροντ ίδα.
См. также в других словарях:
домашние — близкие, свои Словарь русских синонимов. домашние см. близкие Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 … Словарь синонимов
Домашние — животные. Так называют животных, которые с незапамятныхвремен сжились с человеком, которых он держит около себя, доставляя имкров и пищу, и которые при этом легко плодятся, передавая своимпотомкам, как природные, так к приобретенные ими, под… … Энциклопедия Брокгауза и Ефрона
домашние — ДОМАШНИЙ, яя, ее. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 … Толковый словарь Ожегова
Домашние роды — Домашние роды роды, которые происходят дома, в отличие от родов в роддоме или больнице. Домашние роды бывают запланированными и незапланированными. Домашние роды бывают с акушерской или без акушерской помощи. Роды без акушерской помощи… … Википедия
Домашние животные (телеканал) — Домашние животные Страна Россия Дата начала вещания 2009 Владелец … Википедия
ДОМАШНИЕ ЖИВОТНЫЕ — животные, разводимые человеком для удовлетворения разл. потребностей, в первую очередь для получения продуктов питания и пром. сырья, как транспортное средство. С ростом оседлости и увеличением народонаселения, в особенности в связи с переходом… … Биологический энциклопедический словарь
Домашние радости (Остаться в живых) — Домашние радости англ. Something Nice Back Home Серия телесериала «Остаться в живых» … Википедия
Домашние коты (мультсериал) — Домашние коты Slacker Cats Жанр Длительность 30 минут Страна производитель … Википедия
Домашние роды (рассказ) — Домашние роды Home Delivery Жанр: рассказ Автор: Стивен Кинг Язык оригинала: английский Год написания … Википедия
ДОМАШНИЕ ЖИВОТНЫЕ — ДОМАШНИЕ ЖИВОТНЫЕ, в мед. сан. отношении имеют большое значение для человека. Оставляя в стороне роль Д. ж. как источников питания, следует отметить другие положительные стороны значения их в специальн. отношениях длячеловека. Д.ж. поставляют… … Большая медицинская энциклопедия
Домашние Апартаменты на Тверской — (Москва,Россия) Категория отеля: 3 звездочный отель Адрес: Тверская … Каталог отелей