Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

дел

  • 1 делёж

    [ντιλιόζ] ουσ. ο. μοιρασία

    Русско-греческий новый словарь > делёж

  • 2 делёж

    [ντιλιόζ] ουσ ο μοιρασία

    Русско-эллинский словарь > делёж

  • 3 делёж

    -лежа α. μοιρασιά, μοίρασμα.

    Большой русско-греческий словарь > делёж

  • 4 делёжка

    θ.
    βλ. делж.

    Большой русско-греческий словарь > делёжка

  • 5 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 6 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 7 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 8 деть

    деть разг. βάζω, τοποθετώ, χώνω куда ты дел мой карандаш? πού έχωσες το μολύβι μου; \деться (затеряться) χάνομαι; куда он делся? πού χάθηκε;
    * * *
    разг.
    βάζω, τοποθετώ, χώνω

    куда́ ты дел мой каранда́ш? — πού έχωσες το μολύβι μου

    Русско-греческий словарь > деть

  • 9 министерство

    министерство с το υπουργείο· \министерство здравоохранения Υπουργείο Υγιεινής* \министерство иностранных дел Υπουργείο Εξωτερικών \министерство культуры Υπουργείο Πολιτισμού· \министерство просвещения Υπουργείο Παιδείας* \министерство торговли Υπουργείο Εμπορικού
    * * *
    с
    το υπουργείο

    министе́рство здравоохране́ния — Υπουργείο Υγιεινής

    министе́рство иностра́нных дел — Υπουργείο Εξωτερικών

    министе́рство культу́ры — Υπουργείο Πολιτισμού

    министе́рство просвеще́ния — Υπουργείο Παιδείας

    министе́рство торго́вли — Υπουργείο Εμπορικού

    Русско-греческий словарь > министерство

  • 10 министерство

    ουδ.
    1. υπουργείο•

    министерство финансов υπουργείο οικονομικών•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών υποθέσεων•

    иностранных дел υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων•

    министерство юстиции υπουργείο δικαιοσύνης.

    2. η κυβέρνηση, οι υπουργοί•

    смена -а αλλαγή κυβέρνησης•

    падение -а πτώση της κυβέρνησης.

    3. η υπουργία, το υπουργιλίκι.

    Большой русско-греческий словарь > министерство

  • 11 министерство

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > министерство

  • 12 опись

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опись

  • 13 процесс

    1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορεία
    реали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -
    адиабатный - см. адиабатический -
    восстановительный - биол. о αναβο-λισμός
    кислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνου
    марковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφ
    необратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -
    обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -
    политропический - см. политропный -
    - производства - της παραγωγής, παραγωγική -
    технологический - хим. τεχνολογική -
    циркуляционный хим. - με ανακύκλωση
    2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεση
    возбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс

  • 14 давно

    давно προ πολλού, από και ρό я вас \давно не видел καιρό έχω να σας δω \давно ли вы здесь? είστε πολύ καιρό εδώ;
    * * *
    προ πολλού, από καιρό

    я вас давно́ не ви́дел — καιρό έχω να σας δω?

    давно́ ли вы здесь? — είστε πολύ καιρό εδώ

    Русско-греческий словарь > давно

  • 15 кадры

    кадры мн. τα στελέχη от дел \кадрыов το τμήμα προσωπι κού
    * * *
    мн.
    τα στελέχη

    отде́л ка́дров — το τμήμα προσωπικού

    Русско-греческий словарь > кадры

  • 16 ничто

    ничто (ничего, ничему, ничем, ни о чём) τίποτα, τίποτε; его \ничто не волнует τίποτα δεν τον ενοχλεί· он ничего не увидел δεν είδε τίποτε· это
    * * *
    (ничего, ничему, ничем, ни о чём)
    τίποτα, τίποτε

    его́ ничто́ не волну́ет — τίποτα δεν τον ενοχλεί

    он ничего́ не уви́дел — δεν είδε τίποτε

    э́то ничему́ не помо́жет — αυτό δε θα βοηθήσει σε τίποτε

    э́то ниче́м не отлича́ется от… — αυτό δε διαφέρει σε τίποτα από…

    не беспоко́йтесь ни о чём — μη σας ενοχλεί τίποτα

    Русско-греческий словарь > ничто

  • 17 сам

    сам (сама, само, сами) о ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)· я \сам видел το είδα ο ίδιος; он \сам это сказал о ίδιος το είπε· она и \сама это знает το ξέρει η ίδια; они \сами придут θα ρθουν μόνοι τους ◇ само собой разумеется είναι αυτονόητο
    * * *
    (сама, само, сами)
    ο ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)

    я сам ви́дел — το είδα ο ίδιος

    он сам э́то сказа́л — ο ίδιος το είπε

    она́ и сама́ э́то зна́ет — το ξέρει η ίδια

    они́ сами приду́т — θα ρθουν μόνοι τους

    ••

    само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο

    Русско-греческий словарь > сам

  • 18 ты

    ты (тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе) (ε)σύ; у тебя есть (нет)... έχεις (δεν έχεις)...· для тебя για σένα; это тебе? είναι για σένα; это принадлежит тебе αυτό σου ανήκει; я видел тебя в театре σε είδα στο θέατρο; я доволен тобой είμαι ευχαριστημένος από σένα; я пойду с тобой θα ρθω μαζί σου; мы говорили о тебе για σένα μιλούσαμε
    * * *
    (тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе)

    у тебя́ е́сть (нет)... — έχεις (δεν έχεις)…

    для тебя́ — για σένα

    э́то тебе́? — είναι για σένα

    э́то принадлежи́т тебе́ — αυτό σου ανήκει

    я ви́дел тебя́ в теа́тре — σε είδα στο θέατρο

    я дово́лен тобо́й — είμαι ευχαριστημένος από σένα

    я пойду́ с тобо́й — θα ρθω μαζί σου

    мы говори́ли о тебе́ — για σένα μιλούσαμε

    Русско-греческий словарь > ты

  • 19 внутренний

    вну́тренн||ий
    прил в разн. знач. ἐσωτερικός:
    \внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση.

    Русско-новогреческий словарь > внутренний

  • 20 заплечный

    заплечн||ый
    прил:
    \заплечный мешок (рюкзак) τό σακίδιο· ◊ \заплечныйых дел мастер уст., презр. ὁ δήμιος, ὁ βασανιστής.

    Русско-новогреческий словарь > заплечный

См. также в других словарях:

  • делёж — делёж …   Словарь употребления буквы Ё

  • делёж — дел/ёж/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • ДЕЛЁЗ — (Deleuze) Жиль (р. 1926) фр. философ, историк философии. Проф. Ун та Париж VII. Д. стремится к логической разработке опыта интенсивного философствования, того, что сам он называет философией становления. При этом он опирается на маргинальную… …   Философская энциклопедия

  • Делёз — Делёз, Жиль Жиль Делёз Gilles Deleuze Дата рождения: 18 января 1925(19250118) …   Википедия

  • ДЕЛЁЗ —         (Deleuze) Жиль (р. 1926) франц. философ, культуролог и эстетик постфрейдист, оказавший существенное влияние на формирование эстетики постмодернизма. Создатель методов эстетич. шизоанализа и ризоматики искусства. “Дезанализ”, или “школа… …   Энциклопедия культурологии

  • ДЕЛЁЖ — ДЕЛЁЖ, а, муж. и ДЕЛЁЖКА, и, жен. (разг.). Раздел, распределение по частям. Д. добычи. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • ДЕЛЁЖ — ДЕЛЁЖ, дележа, муж. (разг.). Раздел, распределение. Дележ имущества. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • ДЕЛ — ДЕЛ, делянка см. делить. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • делёж — делёж, дележи, дележа, дележей, дележу, дележам, делёж, дележи, дележом, дележами, дележе, дележах (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • делёж — делёжка; лежа/; м. Раздел, распределение по частям. Делёж добычи …   Словарь многих выражений

  • делірій — іменник чоловічого роду порушення свідомості людини при деяких інфекційних, психічних захворюваннях, отруєннях, запальних ураженнях головного мозку тощо; хворобливе марення делірій іменник чоловічого роду …   Орфографічний словник української мови

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»