Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

два

  • 61 сапог

    сапог
    м ἡ μπόττα· ◊ два \сапогк пара разг £± κΰλισε ὁ τέντζερης καί βρήκε τό καπάκι.

    Русско-новогреческий словарь > сапог

  • 62 сдвигать

    сдвигать
    несов, сдвинуть сов
    1. μετατοπίζω, μεταθέτω:
    \сдвигать шляпу набекрень βάζω τό καπέλλο μου στραβά·
    2. (сближать) πλησιάζω (μετ.), προσεγγίζω:
    \сдвигать два стола πλησιάζω δύο τραπέζια· \сдвигать брови σουφρώνω τά φρύδια μου· ◊ его́ с места не сдвинешь δέν μπορείς νά τόν κουνήσεις ἀπ' τή θέση του.

    Русско-новогреческий словарь > сдвигать

  • 63 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 64 счет

    счет
    м
    1. ὁ λογαριασμός, ὁ ὑπολογισμός:
    вести́ \счет чему́-л. κρατώ λογαρια-σμό[ν]·
    2. бухг. ὁ λογαριασμός:
    лицевой \счет ὁ ὁνομαστικός ' λογαριασμός· те-ку́щий \счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός· открыть \счет ἀνοίγω λογαριασμό·
    3. (за товар, за работу) ὁ λογαριασμός, ἡ φατούρα:
    плати́ть по \счету ἐξοφλβ λογαριασμό·
    4. муз. ὁ χρόνος, ὁ ρυθμός·
    5. спорт. τό σκορ, τό ἀποτέλεσμα:
    со \счетом 2:0 μέ σκορ δύο μηδέν ◊ за \счет μέ ἔξοδα, σέ βάρος· за свой \счет μέ δικά μου ἔξοδα· на че́й-л, \счет (относительно кого-л.) γιά λογαριασμόν κάποιου· э́то не в \счет αὐτό δέν λογαριάζεται· в два \счета разг στ6 ἄψε\счетσβήσε· без \счета ἀπειράριθμοι, ἀναρίθμητοι· в конечном \счете σέ τελευταία ἀνάλυση, στό κάτω κάτω· сводить \счеты κανονίζω τους λογαριασμούς μου, λογαριάζομαι· жить на чужой \счет ζῶ σέ βάρος ἄλλων быть на хорошем счету́ μέ ἐκτιμοῦν, ἀπολαύω ὑπολήψεως.

    Русско-новогреческий словарь > счет

  • 65 фронт

    фронт
    м в разн. знач. τό μέτωπο[ν]:
    линия \фронта ἡ γραμμή τοῦ μετώπου· народный \фронт τό λαϊκό μέτωπο· идеологический \фронт τό Ιδεολογικό μέτωπο· культурный \фронт τό πολιτιστικό μέτωπο· трудовой \фронт τό μέτωπο τής δουλείας· единым \фронтом σέ ἐνιαϊο μέτωπο· на \фронте στό μέτωπο· борьба т два \фронта ὁ διμέτωπος ἀγώνας· стать во \фронт στέκομαι προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > фронт

  • 66 четырежды

    четыре||жды
    нареч τέσσερες φορές, τετράκις:
    \четыреждыжды восемь \четырежды тридцать два τέσσερες ὁκτώ \четырежды τριάντα δύο.

    Русско-новогреческий словарь > четырежды

  • 67 аршин

    α.
    η ρωσική πήχη (0,71 μ.).
    εκφρ.
    мерить на свой аршин – κρίνω υποκειμενικά•
    аршин мерить обыкновенным ή общим -ом – κρίνω όλους αδιάκριτα το ίδιο, με τα ίδια σταθμά•
    как (словно, будто) аршин проглотил – στέκομαι άκαμπτος, κόκκαλο, κορδώνομαι υπερβολικά•
    видеть на два -а под землей – βλέπω μακριά, έχω μεγάλη διορατικότητα, οξυδέρκεια, κόβει το μάτι μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > аршин

  • 68 брат

    -а, πλθ. братья, -ьев α.
    αδερφός, αδελφός•

    у меня два -а έχω δυο αδέρφια•

    -ья по классу ταξικά αδέρφια.

    || μέλος μονής•

    афанасий ο αδελφός Αθανάσιος.

    || (προσηγορία).αδερφέ•

    послушай брат άκουσε αδερφέ.

    || ο όμοιος•

    ваш брат ο αδερφός σας (ο όμοιος σας)’ свой ο αδερφός κάποιου (ο όμοιος του).

    εκφρ.
    на -а – στον καθένα, στο κάθε άτομο•
    черт не-(кому) – δεν λογαριάζει κανέναν, τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > брат

  • 69 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 70 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 71 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 72 выклянчить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) Ιεκλιπαρώ, ζητιανεύω•

    выклянчить два рубля ζητιανεύω δυό ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > выклянчить

  • 73 дважды

    επίρ.
    δυό φορές•

    дважды в день δυό φορές τη μέρα.

    εκφρ.
    как дважды два (четыре) – όπως δύο και δύο κάνουν τέσσερα (απλά, ολοκάθαρα).

    Большой русско-греческий словарь > дважды

  • 74 две

    βλ. два.

    Большой русско-греческий словарь > две

  • 75 девятью

    επίρ.
    εννιά φορές•

    девятью два девятью восемнадцать εννιά επί δύο δεκαοχτώ.

    Большой русско-греческий словарь > девятью

  • 76 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 77 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 78 доколотить

    -лочу, -лотишь ρ.σ.μ.
    1. τελειώνω το χτύπημα, το κάρφωμα, το μπήξιμο•

    доколотить кол τελειώνω το μπήξιμο πασσάλου•

    осталось два гвоздя απόμεινε να χτυπήσω δυο καρφιά.

    2. χτυπώ ώσπου•

    -ли его до того, что он теперь калека τον χτύπησαν τόσο πολύ, που έμεινε σακάτης.

    3. κατασπάζω, καταθραύω•

    доколотить всю посуду κατασπάζω ολα τα πιατικά.

    Большой русско-греческий словарь > доколотить

  • 79 едок

    α.
    στόμα, άτομο, μέλος• φαγάς•

    едок выдают по два килограмма на -а χορηγούν από δυο κιλά το άτομο•

    семья на семь -ов εφτάμελής οικογένεια•

    -ов много, а работников только дво6 οι φαγάδες είναι πολλοί, αλλά οι δουλευτάδες μόνο δυο.

    Большой русско-греческий словарь > едок

  • 80 засадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    засадить плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρποφόρα δέντρα.

    2. εγκλείω, κλείνω μέσα, φυλακίζω•

    -ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή.

    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    засадить за работу στρώνω στη δουλειά.

    4. χώνω, μπήγω• - топор в бревно μπήγω το τσεκούρι στο κούτσουρο.

    Большой русско-греческий словарь > засадить

См. также в других словарях:

  • ДВА — муж. и ср. две жен. второе счетное число, один с одним, пара, чета, дружка. Одному началу не два конца. Ум хорошо, а два лучше (лучше того). Воз рассыпал, а два нагреб, украл. Из одного два сделаешь, оба окоротаешь (оба бросишь). Коли два, так не …   Толковый словарь Даля

  • два — числ., употр. наиб. часто Морфология: сколько? два дома, сколько? две руки, (нет) скольких? двух домов, рук, скольким? двум домам, рукам, (вижу) сколько? два дома, (вижу) сколько? две руки, (вижу) сколько? двух человек, сколькими? двумя домами,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • два — два, за два (сделать задва часа) но: за два три часа; задва или три часа; на два (уехать надва месяца), но: на два месяца и пять дней, на два тримесяца, на два или три месяца; по два (получить по два рубля), но: по два рубля пятьдесят копеек, по… …   Русское словесное ударение

  • два — двух, двум, двумя, о двух; числ. колич. 1. Число, цифра и количество 2. Дважды два четыре. Два окна. Написать цифру два. 2. неизм. = Двойка (2 зн.). Получить два за диктант. 3. Разг. Несколько, немного, небольшое число, количество. Сказать два… …   Энциклопедический словарь

  • ДВА — ДВА, двух, двум, двумя, о двух, женск. две, числ. колич. 1. Название числа 2; цифра 2. Дважды два четыре. Написать на доске два. || Количество 2. Два шага. Две руки. По две копейки. 2. Немного, очень мало (разг.). В двух шагах от дома. Он двух… …   Толковый словарь Ушакова

  • два — Пара, чета, двое, вдвоем, сам друг. См. пара.. как дважды два, как дважды два четыре, как две капли воды, раз, два и обчелся, сказать словца два, черта с два!... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.:… …   Словарь синонимов

  • два — (3): Тіи бо два храбрая Святъславлича, Игорь и Всеволодъ, уже лжу убудиста. 21. Се бо два сокола слѣтѣста съ отня стола злата поискати града Тьмутороканя, а любо испити шеломомь Дону. 24. Два солнца помѣркоста, оба багряная стлъпа погасоста, и съ …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • ДВА — (двенадцать, двадцать) на два (на три). Жарг. угол. 1. Требование беспрекословно выполнять поручения. ТСУЖ, 45. 2. Вор или заключённый, беспрекословно выполняющий волю сходки, авторитетных воров. Балдаев 1, 164; СВЖ, 4; СВЯ, 25. Мильяненков, 109; …   Большой словарь русских поговорок

  • два — два, род. двух, дат. двум, твор. двумя, предл. о двух. В сочетании с предлогами: за два и за два, на два и на два, по два и по два …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • ДВА — ДВА, двух, двум, двумя, о двух; жен. две, двух, колич. 1. Число, цифра и количество 2. За два дня и за два дня. На два дня и на два дня. Рассказать в двух словах (очень коротко). Живёт в двух шагах (совсем рядом). Ни д. ни полтора (ни то ни сё;… …   Толковый словарь Ожегова

  • два — и двое, эта парочка может причинить вам массу неудобств, если не выучить несколько простых правил; так, имея дело с существительными мужского рода, оканчивающимися (в именительном падеже) на согласный и означающими лиц мужского пола, вам нечего… …   Словарь ошибок русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»