-
61 капитуляция
-и θ.1. συνθηκολόγηση•капитуляция города συνθηκολόγηση πόλης•
капитуляция армии συνθηκολόγηση του στρατού•
безоговорочная капитуляция η άνευ όρων συνθηκολόγηση.
|| μτφ. το δίπλωμα, υποχώρηση από θέσεις που υποστηρίζω.2. παλ. άνιση συμφωνία (αποικιακής χώρας με καπιταλιστική). -
62 комендант
-а α.1. διοικητής•комендант крепости διοικητής φρουρίου•
комендант города στρατιωτικός διοικητής πόλης, φρούραρχος•
комендант гарнизона διοικητής φρουράς•
комендант лагеря διοικητής στρατοπέδου.
2. σταθμάρχης στρατιωτικός (ρυθμιστής κίνησης στρατευμάτων και οχημάτων).3. επιστάτης (θεάτρου, φυλακών κ.τ.τ.). -
63 край
-я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -края а.1. άκρη, άκρο•край крыши η άκρη της στέγης•
он живёт на -ю города αυτός ζει στην άκρη της πόλης.
|| χείλος•налить стакан до -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. εσχατιά, τέρμα.
|| ακροστόμιο. || περιχείλωμα, μπορντούρα• μπορ (καπέλου). || παρυφή, ούγια.2. χώρα, περιοχή, τόπος•родной край γενέτειρα.
3. μεγάλη διοικητική περιοχή.εκφρ.толстый край – το μεσόπλευρο (κρέας)•тонкий край – πλευρικό, πλευρά•с -ю – από τον τελευταίο (αρχίζω)•через край – πέρα από το μέτρο, υπέρμετρα•в наших -ях – στα μέρη μας•из -я в край ή от -я до -я – απ άκρη σ άκρη•конца и -я нет – απέραντος•на край света – στην άκρη (πέρατα) του κόσμου•на край земли – στα πέρατα της γης•быть на -га гроба ή могилы – είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά•литься ή переливаться, бить через край – ξεσπώ, ξεφαντώνω•хватить через край – το παρακάνω• πράττω κάτι άτοπο•краем ухо слышать (услышать) – το πήρε λίγο τ αυτί μου. -
64 находить
находить 1-ожу, -одишьρ.δ.βλ. найти 11. βλ. найтись.2. βρίσκομαι, είμαι•лес -ится недалеко от города το δάσος είναι κοντά στην πόλη•
-жусь в трудном положении εγώ βρίσκομαι σε δύσκολη θέση (κατάσταση).
находить 2-ожу, -одишьρ.δ.βλ. найти 2βρίσκομαι ταχτικά, πολλές φορές• διανύω, διασχίζω, διατρέχω πολλές φορές. || κατακουράζομαι βαδίζοντας, ξεποδαριάζομαι•я -лся по городу ξεποδαριάστηκα γυρίζοντας στην πόλη.
-
65 облик
-а α.1. μορφή, όψη, θωριά, φιγούρα φυσιογνωμία•приятный облик ευχάριστη όψη•
менять облик αλλάζω μορφή.
2. ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•душевный (моральный, нравственный) облик η ηθική μορφή.
|| μορφή εξωτερική•облик города η όψη της πόλης.
εκφρ.гфи-нимать облик – παίρνω την όψη, τη μορφή. -
66 озеленение
-я ουδ.δεντροφύτευση•озеленение города δεντροφύτευση της πόλης.
-
67 означить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. означенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. σημειώνω, παρασταινω με σημάδια•означить на карте большие и маленькие города σημειώνω στο χάρτη τις μεγάλες και μικρές πόλεις.
2. καθορίζω•означить время καθορίζω το χρόνο.
σημειώνομαι ευκρινώς, ξεχωρι ζω,διακρίνομαι. -
68 окраина
-ы θ.1. άκρη, άκρο παρυφή•окраина леса η παρυφή του δάσους•
окраина города η παρυφή της πόλης.
|| προάστεια, συνοικισμοί.2. παραμεθόριος απομακρυσμένη περιοχή. -
69 окраинный
επ.ακραίος, ακρινός, άκρος• απομακρυσμένος•-ая часть города το ακραίο μέρος (η άκρη) της πόλης•
-ые районы οι απομακρυσμένες περιοχές.
-
70 опустеть
-ет ρ.σ.1. εκκενώνομαι, αδειάζω•кошелк -л το πορτοφόλι άδειασε.
2. ερημώνω, ερημώνομαι•ночью улицы города -ли τη νύχτα οι δρόμοι της πόλης ερήμωσαν.
-
71 осада
-ы θ.πολιορκία•осада города πολιορκία της πόλης•
держать город в -е πολιορκώ την πόλη•
находиться (быть) в -е είμαι πολιορκημένος, πολιορκούμαι•
снять (снимать) -у λύνω την πολιορκία.
-
72 основание
-я ουδ.1. θεμελίωση, Ιδρυση•основание города η ίδρυση της πόλης•
год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•
экономическое основание οικονομική βάση•
правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.
3. λόγος, αιτία• στήριγμα•говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•
на этом -и σαυτή τη βάση•
на каком -и? σε ποια βάση;•
иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•
он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.
4. (μαθ., χημ.) βάση•основание треугольника η βάση του τριγώνου.
εκφρ.до -я – μέχρι θεμέλια•разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•на -и – με βάση•на -и закона – με βάση το νόμο. -
73 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. -
74 отойти
отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,επιρ. μτχ. отойдяρ.σ.1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.
|| διανύω απόσταση•отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.
|| φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.
3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.
4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•от темы απομακρύνομαι από το θέμα.
5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•
отойти от места αφήνω τη θέση.
|| παύω να ασχολούμαι, παρατώ.6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•
обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•
отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.
8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.
|| χρησιμοποιούμαι για κάτι.10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•мода -шла -η μόδα πέρασε•
лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.
11. πεθαίνω, αποβιώνω.12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.
εκφρ.отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίςαφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•отойти от господ (на волю) ή отойти на волю – παλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει. -
75 отсюда
επίρ.από εδώ•уходи отсюда φεύγα απ εδώ•
вон отсюда έξω απ εδώ•
далко ли отсюда до города είναι μακριά η πόλη-απ εδώ;•
вывод ясен το συμπέρασμα απ εδώ είναι σαφές•
-его ощибки απ εδώ πηγάζουν (ξεκινούν) τα λάθη του.
-
76 план
-а α.σχέδιο, πλάνο πρόγραμμα•-города το σχέδιο της πόλης•
пятилетный πεντάχρονο (πενταετές) πλάνο•
производственный план παραγωγικό πλάνο•
составить -φτιάχνω πλάνο•
выполнить план εκπληρώνω το πλάνο•
хорошо задуманный план καλομελετημένο σχέδιο•
перевыполнить план υπερεκπληρώνω το πλάνο.
|| οθέση, μέρος•деревья занимают задний план картины τα δέντρα πιάνουν το φόντο του πίνακα.
|| μτφ. γραμμή, σειρά, σημασία, σπουδαιότητα•отпустить на задний план βάζω σε δεύτερη γραμμή (δευτερεύουσα σημασία).
|| τομέας, σφαίρα. || άποψη, τρόπος εξέτασης•обсудить вопрос в теоретическом -е συζητώ το ζήτημα από θεωρητική άποψη (θεωρητικά).
-
77 планирование
-я ουδ.σχεδίαση, σχεδιοποίηση•планирование народного хозяйства σχεδιοποίηση της λαΐκής οικονομίας•
планирование города σχεδιοποίηση της πόλης.
-я ουδ. (για ανεμόπτερο) ομαλή κάθοδος ή με σβηστό τον κινητήρα. -
78 подступить
-уплю, -упишьρ.σ.1. πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω•враг -ил к стенам города ο εχθρός πλησίασε τα τείχη της πόλης•
-ла осень πλησίασε το Φθινόπωρο.
2. εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι εισχωρώ•слёзы -ли к её глазам δάκρυα της ήρθαν στα μάτια•
боль -ла под самое сердце ο πόνος έφτασε ως την καρδιά.
πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω. -
79 покровитель
-я α.-нща, -ы θ.προστάτης, -ιδα, υπερασπιστής, -ίστρια•покровитель города προστάτης της πόλης, ο πολιούχος•
покровитель малолетнего κηδεμόνας ανήλικου•
покровитель наук и искусств προστάτης των Γραμμάτων και των Τεχνών(Μαικήνας).
-
80 разгром
-а α.1. συντριβή, συντριπτική ήττα, καταστροφή, πανωλεθρία, νίλα. разгром врага συντριβή του εχθρού.2. ερείπωση• ερήμωση•-города ερείπωση της πόλης•
разгром страны ερήμωση της χώρας.
|| πλήρης αταξία, χάος.
См. также в других словарях:
Города — Города, где после дождя дымится асфальт Города, где после дождя дымится асфальт Неприкасаемые Дата выпуска 1999 Жанр рок Продюсер Гарик Сукачёв Страна Россия … Википедия
ГОРОДА — Первый сад создал Бог, а первый город Каин. Эйбрахам Каули Машины расплодили пригороды и убили город. Сирил Норткот Паркинсон Города нужно строить в деревне, где воздух гораздо лучше. Анри Мурье Уединение нужно искать в больших городах. Рене… … Сводная энциклопедия афоризмов
Города — и ГОРОДИЩА. Въ древн. Руси и въ послѣдующіе періоды ея исторіи, почти до нач. XVIII ст., Г., какъ укрѣпленные пункты, играли большую роль въ полит. и внутр. жизни рус. государства. Первонач но жилое мѣсто не получало названіе города, не имѣя… … Военная энциклопедия
«Города» — название исторических областей Русского государства XVII в.: Замосковные, Поморские, Заоцкие, Северские, Украинные, Низовые, Вятские и др … Энциклопедический словарь
города — белокаменные (Кипен); душные (Пушкин, Немир. Данченко) Эпитеты литературной русской речи. М: Поставщик двора Его Величества товарищество Скоропечатни А. А. Левенсон . А. Л. Зеленецкий. 1913 … Словарь эпитетов
Города-миллионеры России — … Википедия
Города-миллионники России — Города, численность населения в пределах городской черты которых превышает один миллион человек, называются городами миллионерами или городами миллионниками. Первые города миллионеры появились в России в конце XIX века. По результатам первой… … Энциклопедия ньюсмейкеров
Города воинской славы (монеты) — Города воинской славы … Википедия
Города Вьетнама — Города Вьетнама (вьетн. Thành phố (Việt Nam)) это, на 2012 год, в общей сложности 5 крупных городов центрального подчинения (вьетн. Thành phố trực thuộc Trung ương) имеющих такой же статус, как и провинции и 59 городов провинциального… … Википедия
ГОРОДА-САДЫ — ГОРОДА САДЫ, особый вид планировки городов с большим количеством зеленых насаждений. Вредные стороны жизни в капиталистических городах скученность населет ния, недостаток чистого воздуха, недостаток света, зелени и в связи с этим высокая… … Большая медицинская энциклопедия
Города Live — http://www.gorodalive.by … Википедия